4.2 Ελλάδα: To Μακεδονικό ζήτημα στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας

Σε αυτό το σημείο θα αναφερθούμε στις συνδέσεις μεταξύ της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα και της ανόδου του ελληνικού εθνικισμού, σε σχέση με το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα» αλλά και με άλλα στοιχεία του ελληνικού εθνικισμού. ∆εν ισχυριζόμαστε ότι ο κοινωνικός ανταγωνισμός αρκεί από μόνος του για να ερμηνεύσει την εθνική πολιτική. Η κρατική στρατηγική καταστρώνεται μέσα σε ένα σύνθετο πλέγμα διακρατικών συσχετισμών ισχύος και πρέπει να λάβει υπόψη της όλο το πολιτικό σκηνικό όπως αυτό διαμορφώνεται τόσο στην περιοχή των Βαλκανίων όσο και σε ευρωπαϊκό-παγκόσμιο επίπεδο. Πάντως, αν λάβουμε υπόψη μας τους συγκεκριμένους όρους κοινωνικού ανταγωνισμού στις αρχές του 1990, μπορούμε να επιχειρήσουμε μια ερμηνεία του τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισε τότε το ελληνικό κράτος το ζήτημα της ονομασίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας.

Τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και οι αρχές της δεκαετίας του 1990 σημαδεύτηκαν από ένα ανοδικό κύμα κοινωνικών συγκρούσεων στην Ελλάδα, συγκρούσεων που απειλούσαν να δυναμιτίσουν το κλίμα κοινωνικής συναίνεσης της δεκαετίας του 1980. Κατά την διάρκεια των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1990 έλαβαν χώρα καταλήψεις διαρκείας σχολείων από μαθητές και δυναμικές απεργίες και καταλήψεις εργασιακών χώρων60. Μπροστά στην επαπειλούμενη όξυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού, ο «εθνικός κίνδυνος» από το Βορρά ήρθε ως από μηχανής θεός για να προσφέρει μια πρώτης τάξης άμεση λύση στον κρατικό σχηματισμό.

Μέσα από μια καλά ενορχηστρωμένη κινδυνολογική μετάδοση ειδήσεων – που βρήκε πρόθυμους ακροατές στην πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας που είναι δυστυχώς «ευαίσθητη» στα εθνικά θέματα – αποκαταστάθηκε εκ νέου η εθνική ενότητα. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα η ελληνική κοινωνία πείστηκε για τη σημαντικότητα του «μακεδονικού ζητήματος» και αντί να κατέβει στο δρόμο για να οξύνει τον κοινωνικό ανταγωνισμό, κατέληξε να γεμίζει τις πόλεις με γαλανόλευκες σημαίες και ήλιους της Βεργίνας.

Την περίοδο του 1991-1992 η ελληνική κοινωνία αφιονίστηκε από τον κίνδυνο των «Σκοπιανών» και κατέβηκε μαζικά στους δρόμους για να διατρανώσει την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Η κρατική πολιτική τότε κάθε άλλο παρά μετριοπαθής και αυτοσυγκρατημένη υπήρξε. Ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός μαζί με την εκκλησία και κάθε άλλη θεσμοθετημένη εξουσία κινητοποιήθηκαν στην υπηρεσία της «εθνικής αφύπνισης». Τα ΜΜΕ βομβάρδισαν την κοινωνία με εθνικιστικές φανφάρες, τα σχολεία μετέφεραν στα συλλαλητήρια τους μαθητές σε σχηματισμό παρέλασης, το ίδιο έκανε και η εκκλησία με το δικό της κοινό, οι συστημικοί διανοούμενοι έχυσαν τόνους μελάνης για να ξαναγράψουν την ιστορία, αρχαιολόγοι έφεραν στο φως αδιάσειστα στοιχεία που αποδείκνυαν ότι «ο Βουκεφάλας δεν είναι Ζάσταβα»» και το σύνθημα «δεν δεχόμαστε μαϊμούδες» έγινε δημοφιλές αναφερόμενο στο «ψευδοκράτος» της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Όσοι αποπειράθηκαν να αρθρώσουν έναν εναλλακτικό λόγο για το ζήτημα κατηγορήθηκαν ως εθνικοί προδότες και περιθωριοποιήθηκαν. Σύσσωμες οι πολιτικές δυνάμεις στρατεύτηκαν γύρω από τον κοινό εθνικό σκοπό, με την αριστερά61 είτε μουδιασμένη και διστακτική να κλείνεται σε μια ένοχη σιωπή, είτε να καταφεύγει στον αντιαμερικανισμό.

Η κοινωνική συναίνεση δεν μπορούσε να δομηθεί μόνο γύρω από το μακεδονικό ζήτημα καθώς η εθνικιστική έξαρση δεν ήταν δυνατό να διατηρηθεί αμείωτη. Από την μία μεριά, η ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων επιτεύχθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 με την υποτίμηση και εκμετάλλευση του κύματος μεταναστών (κυρίως από την Αλβανία και τις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης) που άρχισε να εισρέει στην Ελλάδα και εμπεδώθηκε με την έκρηξη της καταναλωτικής κουλτούρας και του lifestyle. Από την άλλη το Μακεδονικό ζήτημα αποτέλεσε μία κατάλληλη ευκαιρία για το κράτος ώστε να αντιμετωπίσει και/ή να σταματήσει προσωρινά τον κοινωνικό ανταγωνισμό.

Όσον αφορά το μεταναστευτικό ζήτημα, στις αρχές του 1990 υπήρξε μία αλλαγή παραδείγματος για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Το βασικό στοιχείο αυτής της αλλαγής αποτέλεσε από την μία μεριά, η επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στην Βαλκανική αγορά και η μαζική εισροή μεταναστών (δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος) και από την άλλη η προώθηση μέτρων αναδιάρθρωσης σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Η υποτίμηση της ζωής των μεταναστών ήταν (και είναι ακόμα) ένας βασικός όρος για την λειτουργία τους ως φτηνή εργατική δύναμη. Αυτή η εξέλιξη έλαβε χώρα, όπως είπαμε και παραπάνω, σε μία περίοδο όπου άρχισαν να αναπτύσσονται κοινωνικά κινήματα και το κέρδος του κεφαλαίου ελαττώνονταν. Ο επερχόμενος ρατσισμός, η άνοδος του lifestyle και της εθνικιστικής παράνοιας σχετικά με το «μακεδονικό ζήτημα» βοήθησαν στην απόκρυψη κοινωνικών διαιρέσεων και ανταγωνισμών. Όλα τα κοινωνικά αδιέξοδα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, όλα τα σύμβολα των φόβων και των προσδοκιών των πάντοτε «κατατρεγμένων παλιών καλών ελλήνων πατριωτών που θέλουν να γίνουν μέρος της νέας ισχυρής Ελλάδας» ενσαρκώθηκαν στην φιγούρα του μετανάστη62.

Κατά την διάρκεια αυτών των πρώτων χρόνων η εκμετάλλευση των μεταναστών είχε μία ανεπίσημη και βάρβαρη μορφή, λαμβάνοντας χώρα στον τομέα της γεωργίας, των κατασκευών και της βιομηχανίας του σεξ. Έπειτα, επήλθε μία αλλαγή προς μία περισσότερο «λογική διαχείριση» της μετανάστευσης από το κράτος. Δημόσιες συζητήσεις που αφορούσαν το φαινόμενο της μετανάστευσης άρχισαν να χρησιμοποιούν λέξεις-κλειδιά όπως «ενσωμάτωση», «αντιρατσισμός» και «κοινωνική ευαισθησία», όχι προς όφελος μιας πιο φιλελεύθερης και ανθρωπιστικής προσέγγισης αλλά για την προώθηση των συμφερόντων της ελληνικής οικονομίας. Αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι η κερδοφορία του κεφαλαίου. Αυτό αποτελεί το συμφέρον βάση του οποίου λαμβάνει χώρα κάθε νομιμοποίηση, το συμφέρον που ανταποκρίνεται «στις ανάγκες της αγοράς εργασίας» και δίνει την επιστημονική απάντηση στην ερώτηση για το «πόσους μετανάστες χρειαζόμαστε και που».

Στις αρχές του 2000 άρχισε να αναπτύσσεται μία νέα κοινωνική κινητικότητα στην Ελλάδα. Οι κινητοποιήσεις ενάντια στις περικοπές των συντάξεων, οι φοιτητικές καταλήψεις, το αντιπολεμικό και το κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση σηματοδότησαν την ανάδυση «κάτι καινούργιου» στην ελληνική κοινωνική πραγματικότητα αλλά χωρίς να φαίνεται στον ορίζοντα κάποια κοινωνική έκρηξη. Από την μία μεριά, τα κινήματα αυτά δεν φαίνονταν να παρουσιάζουν μία συνολική αντιπαράθεση με το σύστημα αλλά επέδειξαν μία καινούργια μορφή ριζοσπαστικοποίησης. Από την άλλη, αυτό που μπορούμε να πούμε για αυτή την περίοδο είναι ότι η αβέβαιη εξέλιξη του κοινωνικού ανταγωνισμού υπαγόρευσε μία συγκρατημένη στάση του ελληνικού κράτους σε σχέση με το Μακεδονικό ζήτημα. Αυτό στηρίχθηκε στην «μεγέθυνση» των οικονομικών δεικτών η οποία δημιούργησε μία ψευδή αίσθηση ανωτερότητας απέναντι στα γειτονικά κράτη. Αυτή η «ψευδής μεγέθυνση» οφείλεται στην φιλελευθεροποίηση των αγορών (ιδιωτικοποιήσεις των δημόσιων επιχειρήσεων), εκμετάλλευση των μεταναστών, επέκταση του τραπεζικού συστήματος (φθηνά δάνεια), επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου κυρίως στα Βαλκάνια, ροές κεφαλαίου από προγράμματα και επιδοτήσεις της Ε.Ε. και κινητικότητα ιδιωτικού κεφαλαίου μέσα στην Ε.Ε.. Κινητοποιήσεις ανάλογες με αυτές που έλαβαν χώρα το 1991-92 δεν βρήκαν πρόσφορο έδαφος αλλά ίσως δεν ήταν και απαραίτητες. Το κράτος δεν κινητοποίησε τους μηχανισμούς του όπως έκανε στο παρελθόν αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι επέλεξε συντήρηση δυνάμεων σε αναμονή των εξελίξεων.

Στις αρχές του 2000, η Ελλάδα, πετυχαίνοντας το status quo του «ισχυρού Βαλκανικού κράτους», έσυρε την κοινωνία (ιδιαίτερα τους μικροαστούς) στην ψευδαίσθηση της «ισχυρής Ελλάδας». Το αποκορύφωμα αυτής της «μοντέρνας και ισχυρής Ελληνικής φαντασμαγορίας» ήταν οι ολυμπιακοί αγώνες του 2004, οι οποίοι πληρώθηκαν με άφθονο αίμα μεταναστών63. Η «ελληνική ανωτερότητα» συνδυαζόμενη με το ελληνικό «Εuro 2004» και τις επιτυχίες στην Εurovision, έδωσε ώθηση σε μία μορφή εθνικισμού που θα μπορούσε να οριστεί ως ένας «διάχυτος κοινωνικός φασισμός» ο οποίος εκφράστηκε στην πλήρη του μορφή τον Σεπτέμβριο του 200464. Αμέσως μόλις ξεφούσκωσε η οικονομική φούσκα, μία πιο εκλεπτυσμένη πατριωτική-εθνικιστική τάση άρχισε να κερδίζει έδαφος στην κοινωνία. Η άνοδος της ανεργίας, η απορύθμιση της αγοράς εργασίας και το προμήνυμα της επερχόμενης κρίσης, έδωσαν μία καλή αφορμή για να τεθούν οι μετανάστες σε μία κατάσταση επίσημης ομηρίας έτσι ώστε να γίνει διαχειρίσιμη η μετακίνηση της εργατικής τους δύναμης με όρους αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος. Επίσης, επιτυγχάνεται ο έλεγχος του ντόπιου πληθυσμού μέσα από την γενίκευση του φόβου για τους «ξένους» που «κλέβουν τις δουλειές μας, βιάζουν και σκοτώνουν». Συντηρητικά κομμάτια της κοινωνίας υιοθετούν φασιστικές πρακτικές οι οποίες συμβαδίζουν με τα συμφέροντα των αφεντικών που θέλουν τους μετανάστες διαρκώς πειθαρχημένους και υποτιμημένους.

Αυτή η πατριωτική-εθνικιστική κοινωνική τάση γιόρτασε το βέτο που έθεσε το ελληνικό κράτος στην αίτηση ένταξης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, ως μία πράξη υπεροχής και μία πολιτική άνοδο στο κλαμπ των ισχυρών. Παρόλα αυτά το ελληνικό όνειρο είχε ήδη αρχίσει να γίνεται εφιάλτης για την πλειοψηφία του πληθυσμού. Είναι η στιγμή που το πολιτικό σκηνικό αλλάζει εντελώς. Γινόμαστε μάρτυρες μέτρων λιτότητας, μνημονίων, μαζικών διαδηλώσεων και συγκρούσεων με την αστυνομία σε πολλές πλατείες. Μαζί με όλα αυτά, μετά το 2009, υπάρχει μία εντατικοποίηση φασιστικών πογκρόμ που οδηγούν σε μία προσπάθεια κοινωνικού ριζώματος της νοοτροπίας τους σε γειτονιές. Αυτό μεθοδεύεται με την συνεργασία της αστυνομίας η οποία κάνει εφόδους σε σπίτια μεταναστών, βασανίζει μετανάστες, κλπ. Συγκεκριμένα, υπήρξε μία προσπάθεια από μία φασιστική «ομάδα πολιτών» που σχηματίστηκε από ακροδεξιούς ρατσιστές και ναζί, με την αστυνομία σε ηγετικό ρόλο, να εγκαθιδρύσουν ένα είδος απαρχάϊντ στην πλατεία του Αγίου Παντελεήμονα, στην Αθήνα. Ανακεφαλαιώνοντας, αυτό που παρατηρούμε είναι ότι ρατσιστές και κράτος προσπαθούν τεχνητά να δημιουργήσουν ένα πεδίο ρατσιστικής βαρβαρότητας και αστυνομικής κατοχής.

Συμπερασματικά, ο εθνικισμός, η ξενοφοβία και ο ρατσισμός είναι διαρκή στοιχεία της ελληνικής κοινωνίας καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ο εθνικισμός τρέφεται και παραμένει μία κυρίαρχη ιδεολογία. Κατά την διάρκεια των τελευταίων 20 χρόνων, οι έλληνες μικροαστοί βρήκαν στη βόρεια πλευρά των ελληνικών συνόρων παράδεισους για ψώνια, ευκαιρίες για τζόγο, φτηνό σεξ και άφθονες φθηνές απολαύσεις ώστε να επιβεβαιώσουν με τον πιο βάρβαρο και κυνικό τρόπο την εθνική τους ανωτερότητα. Κάλυψαν έτσι όχι μόνο το παλιό σύνδρομο κατωτερότητας από την Ελλάδα, αλλά επίσης τον εθνικό ρεβανσισμό απέναντι σε «εκείνους του σκοπιανούς που θέλουν να λέγονται και Μακεδόνες». Οι προσδοκίες μας, οι φόβοι, οι ελπίδες και τα όνειρα για την εξέλιξη του Μακεδονικού ζητήματος παραμένουν ένα ανοιχτό θέμα για συζήτηση.

 


 

60 Ενδεικτικά αναφέρουμε την απεργία στον τομέα των δημόσιων λεωφορείων (ΕΑΣ) και τις απεργίες στα εργοστάσια υφασμάτων της Πειραϊκής Πατραϊκής και τα ορυχεία στο Μαντούδι. Επιστροφή

61 Με την εξαίρεση αναρχικών/αντιεξουσιαστικών ομάδων και μικρών κομματιών της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, δεν υπήρξε κατάθεση ενός ξεκάθαρου αντιεθνικιστικού–διεθνικιστικού λόγου. Η επίσημη αριστερά αποφάσισε να μην έρθει σε αντιπαράθεση με τον πυρήνα του εθνικισμού φοβούμενη την περιθωριοποίηση. Οι αριστεροί αντι-ιμπεριαλιστές ανταγωνίζονταν τους δεξιούς εθνικιστές σε σχέση με το «ποιός είναι ο αληθινός πατριώτης»! Επιστροφή

62 Η «εγκληματικοποίηση» των Αλβανών μεταναστών από τα ΜΜΕ την συγκεκριμένη περίοδο, δείχνει ξεκάθαρα την προσπάθεια επίτευξης κοινωνικού ελέγχου. Επιστροφή

63 Πάνω από 10 μετανάστες εργάτες πέθαναν σε «εργατικά ατυχήματα» κατά την διάρκεια της κατασκευής των ολυμπιακών εγκαταστάσεων. Επιστροφή

64 Τότε έλαβε χώρα ένα γενικευμένο πογκρόμ σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο ενάντια σε Αλβανούς ως αποτέλεσμα της ήττας της ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας από την αλβανική. Επιστροφή

 

Επιστροφή στις ενότητες

Κορυφή της σελίδας

 

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://ajde.espivblogs.net/2012/10/07/4-2-greece-the-macedonian-issue-in-the-framework-of-contemporary-social-reality/?lang=el