3. Απομυθοποιώντας τα εθνικά σύμβολα

Ενότητες Κεφαλαίου

Τα σύμβολα και η χρήση τους δεν αποτελούν καμιά καινοτομία στην ιστορία της ανθρώπινης επικοινωνίας. Ως σύμβολο, με τον τρόπο που θα το εξετάσουμε εδώ, θα μπορούσαμε να ορίσουμε οτιδήποτε χρησιμοποιείται για να παραστήσει κάτι, ή να αντιπροσωπεύσει κάτι αφηρημένο. Ξεκινώντας, να τονίσουμε ότι δεν καταδικάζουμε την απανταχού χρήση των συμβόλων όπως για παράδειγμα στο μετρό της πόλης του Μεξικού, όπου οι στάσεις αντιστοιχούν σε συγκεκριμένα σύμβολα προκειμένου να εξυπηρετούνται οι αναλφάβητοι.

Αν διαβάσουμε την ιστορία έξω από το καλειδοσκόπιο της εξουσίας, η χρήση συμβόλων έχει εξυπηρετήσει και εξυπηρετεί την εξουσία με δυο τρόπους. Πρώτον, μετατρέπει διάφορα σύνθετα πολιτικά ζητήματα σε μινιμαλιστικές ερμηνείες, με τις οποίες αντικαθιστά επιχειρήματα που αποδίδονται με το λόγο. Δεύτερον, επιχειρεί να γεφυρώσει τις συμβολικές μορφές με αντίστοιχες κοινωνικές, επιλέγοντας εκείνα τα σύμβολα που έχουν συνδεθεί περισσότερο με την κοινωνική ομάδα στην οποία αναφέρονται και καθολικοποιώντας τα στο επιθυμητό για εκείνη επίπεδο. Αυτό με τη σειρά του επιφέρει μια διπλή συνέπεια στον τρόπο που το άτομο αντιλαμβάνεται μια έννοια, όπως π.χ. το έθνος. Πρώτον, το άτομο αντιλαμβάνεται ότι κάποια σύμβολα έχουν πλέον αποκτήσει νέες συμβολικές λειτουργίες και δεύτερον, τα συγκεκριμένα σύμβολα επιφέρουν ένα επιθυμητό για την κυριαρχία αποτέλεσμα στον τρόπο που το άτομο κατανοεί την κοινωνία (Smith, 1998). Το επιθυμητό αποτέλεσμα στην περίπτωση του έθνους, είναι η θεώρηση ότι την κοινωνία συνδέουν εθνικοί δεσμοί.

Αν δεχτούμε ότι κάθε σημείο είναι αναγνωρίσιμο ακόμα και αν η στιγμή της δημιουργίας του έχει χαθεί ανεπιστρεπτί, ακόμα και αν δεν γνωρίζουμε τί ήθελε να πει ο/η υποτιθέμενος/η δημιουργός, τη στιγμή που το δημιούργησε και εγκατέλειψε την ουσία του αιωρούμενη (Derrida 1972), η κυριαρχία επιδιώκει να μην αφήσει το νόημα αυτών των συμβόλων στη δίνη της απροσδιοριστίας. Αντιθέτως, θα μεριμνήσει να το διατηρήσει στο καλούπι μιας παγιωμένης ερμηνείας που η ίδια τους έχει προσδώσει, ώστε να είναι αναγνωρίσιμα ως τέτοια, ακόμα και μετά την απομάκρυνσή τους από τα χέρια των δημιουργών τους. Για να το πετύχει αυτό επενδύει στον εθνικό μύθο.

Ο μύθος, και ειδικά ο εθνικός, μιλάει για τα πράγματα τη στιγμή που η γλώσσα λέει τα πράγματα (Μπαρτ, 1979). Ο μύθος λαμβάνει τα σημεία της γλώσσας (π.χ. μια λέξη), τα απογυμνώνει από το νόημά τους και τα επανανοηματοδοτεί κατά τρόπο που να τον εξυπηρετούν. Μ’ αυτό τον τρόπο η ιστορικότητα των πραγμάτων, οι ιδιότητες που είχαν πριν βρεθούν στα χέρια του μύθου, αντικαθίστανται από μια φυσικότητα που διατρέχει το νέο νόημα που πλέον έχουν λάβει. Αυτή η φυσικότητα είναι τόσο εύλογη, όσο μια απλή διαπίστωση (Μπαρτ, 1979). Για παράδειγμα, διαπιστώνοντας απλά τη “γενναιότητα” του Αλέξανδρου Γ ́ και των Μακεδόνων στο «Ψηφιδωτό του Αλέξανδρου»35, χωρίς να εξηγεί κανείς γιατί αποδόθηκε ως τέτοια, με ποιο τρόπο και από ποιον, τη βρίσκει σχεδόν φυσική και δεδομένη. Μ’ αυτό τον τρόπο καταλύεται κάθε διαλεκτική στην ουσία των πραγμάτων και όλα φαίνονται ξεκάθαρα, δεδομένα και μη αμφισβητήσιμα.

Ο μύθος είναι παρών όσο γίνεται αντιληπτός ως πραγματικότητα και δεν διαβάζεται ως σημειολογικό σύστημα, όσο δηλαδή δεν γίνεται αντιληπτή η μεταστροφή στα νοήματα των πραγμάτων. Ο μύθος υπάρχει όσο το άτομο δεν αντιλαμβάνεται την ψεύτικη και κατασκευασμένη αιτιακή σχέση μεταξύ αυτών. Οι εθνικοί μύθοι ως σημειολογικά συστήματα αξιολογούνται ως προς τη συνεκτικότητά τους, με κριτήριο την αντοχή τους στο χρόνο. Αυτή η συνεκτικότητά τους εξαρτάται από το βαθμό της συνοχής (που προκύπτει από λόγους πραγματικούς ή φανταστικούς) της κοινότητας που τα έχει δημιουργήσει, και αντιστρόφως, η συνοχή που έχει η κοινότητα εξαρτάται από την συνεκτικότητα αυτών των σημειολογικών συστημάτων (Buccelatti, 2010).

 


 

35 Το ψηφιδωτό του Αλέξανδρου βρέθηκε στις αρχαιολογικές ανασκαφές της Πομπηίας στο “Casa del Faunο” (στο σπίτι του Faun) και αναπαριστά τη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ. ή των Γαυγαμήλων το 331 π.Χ. και οι δυο μάχες μεταξύ του Αλέξανδρου Γ ́ και του Πέρση βασιλιά ∆αρείου Γ ́. Η εικόνα δείχνει τον Αλέξανδρο Γ ́ και τα στρατεύματα του, με επικεφαλής τον ίδιο να κάνει έφοδο από τα αριστερά και να προσπαθεί να σημαδέψει τον ∆αρείο. Ο Πέρσης Βασιλιάς τρέπεται σε φυγή με στραμμένο το βλέμμα στον Αλέξανδρο. Θεωρείται αντίγραφο του πίνακα του Απελλή, ζωγράφου στο περιβάλλον του Αλέξανδρου, του μοναδικού –κατά τον ρωμαίο ιστοριογράφο Πλίνιο τον Πρεσβύτερο- που ο Αλέξανδρος επέτρεπε να του ζωγραφίζει πορτρέτα. Επιστροφή

 

Κορυφή της σελίδας

[wptabposts mode=”horizontal” effect=”fade” number=”5″ cat=”265497″]

 

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://ajde.espivblogs.net/3-demystifying-the-national-symbols/?lang=el