Εισαγωγή

Το έθνος και ο εθνικισμός έχουν προσεγγιστεί μέσα από αντιθετικές οπτικές, διαφορετικά επιστημονικά πεδία και διάφορες μεθόδους ανάλυσης. Τις τελευταίες δεκαετίες έχει προκύψει ένας σημαντικός αριθμός μελετών που εστιάζουν σε συγκεκριμένα έθνη, κράτη και περιοχές, ειδικά της βαλκανικής χερσονήσου. Στόχος αυτού του πονήματος δεν είναι τόσο να διαβεί και ενδεχόμενα να επεκτείνει τις οδούς της επιστημονικής έρευνας και της κυρίαρχης ιστοριογραφίας, όσο να καταθέσει μια εναλλακτική προσέγγιση και κυρίως μια πολιτική τοποθέτηση. Μια πολιτική τοποθέτηση κάποιων συντρόφων από τη Θεσσαλονίκη και τα Σκόπια γύρω από το μακεδονικό ζήτημα και σε σχέση με τις έννοιες του έθνους και του εθνικισμού. Αυτή η τοποθέτηση είναι άμεσα συνυφασμένη με τον πολιτικό μας προσανατολισμό και με την κριτική μας στάση απέναντι στις έννοιες του έθνους και του εθνικισμού.

Η καινοτομία του βιβλίου, που κρατάτε στα χέρια σας, έγκειται στο ότι αποτελεί το προϊόν μιας από κοινού εργασίας μεταξύ συντρόφων από τις δύο πλευρές των συνόρων. Η δίγλωσση αποτύπωση των σκέψεων μας σε ένα ενιαίο βιβλίο συμβολίζει τη δύναμη της από κοινού αντιπαράθεσης στον κοινό εχθρό: τον εθνικισμό όπου κι αν αυτός βρίσκεται. Κατά κάποιο τρόπο, αποτελεί τη δική μας μικρή προσπάθεια επούλωσης των ιστορικών πληγών που ανοίγουν οι εθνικοί διαχωρισμοί και τα σύνορα. Μέσα από τις συναντήσεις μας, ήρθαμε σε επαφή με άγνωστες μέχρις στιγμής πραγματικότητες και, μέσα από την επικοινωνία των εμπειριών και των βιωμάτων μας, ήρθαμε περισσότερο κοντά στα κοινά στοιχεία που μας ενώνουν ανεξάρτητα από τη πλευρά των συνόρων που έτυχε να γεννηθούμε και τη γλώσσα που μάθαμε να μιλάμε στην παιδική μας ηλικία.

Στο πρώτο κεφάλαιο επιχειρείται η ανάλυση του έθνους και του εθνικισμού μέσα από μια σύντομη παρουσίαση της βαλκανικής ιστορίας από τις αρχές του 19ου έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Ο εθνικισμός είναι μια σύγχρονη ιδεολογία σύμφωνα με την οποία το «ανήκειν» σε ένα έθνος αποτελεί «φυσική» ιδιότητα. Τα μέλη του έθνους συνδέονται μεταξύ τους με ένα είδος συγγενικού δεσμού, χωρίς να χρειαστεί να συναντήσει ποτέ ο ένας τον άλλον. Μέσα από μια αλληλεγγύη, που υπερβαίνει τις ταξικές αντιθέσεις, που παραβλέπει τις ανισότητες και την εκμετάλλευση της καπιταλιστικής κοινωνίας, τα μέλη του έθνους αυτοπροσδιορίζονται ως μια μεγάλη οικογένεια. Αυτή, όμως, η αφήγηση αποκρύπτει λυσσαλέες συγκρούσεις συμφερόντων ανάμεσα σε κατακτητές και κατακτημένους, καπιταλιστές και εργάτες, εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, άτομα διαφορετικής εθνότητας, φυλής και φύλου. Η ιστορική μας διαδρομή ξεκινά με μια περιληπτική αναφορά στην πολυεθνική οθωμανική αυτοκρατορία και δίνει έμφαση στις επαναστάσεις στη Σερβία (1804) και στην Ελλάδα (1821). Ακολουθεί μια κριτική ανάλυση των εννοιών του έθνους και του εθνικισμού, παράλληλα με μια αναφορά στη βουλγαρική εθνογένεση. Τέλος, καταλήγει στην παρουσίαση του μακεδονικού ζητήματος. Ο σχηματισμός του έθνους-κράτους αναδεικνύεται περισσότερο ως μια ανάγκη της αστικής ελίτ, των εμπόρων και των μεγαλοκτηματιών, παρά ως κίνημα των ασθενέστερων και καταπιεσμένων τάξεων. Όπως και στα περισσότερα μέρη του κόσμου, αυτή η διαδικασία λαμβάνει χώρα παράλληλα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού και τη βιομηχανοποίηση.

Στο δεύτερο κεφάλαιο, περνάμε στην ιστορία του ονόματος της Μακεδονίας. Ενώ στις κυρίαρχες εθνοκεντρικές ιστορικές αφηγήσεις η έμφαση δίνεται συνήθως στην απόδειξη της αυθεντικότητας ορισμένων τοπωνυμίων ή εθνωνυμίων και της ιστορικής τους συνέχειας μέσα στο χρόνο, στο κεφάλαιο αυτό αναδεικνύεται η ασυνέχεια μέσα από τις αλλαγές που υφίστανται οι γεωγραφικές ονομασίες στο χρόνο. Οι αλλαγές αυτές δείχνουν ότι το όνομα της Μακεδονίας δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά μ’ ένα λαό και μια γεωγραφική περιοχή, αλλά αποκτά διαφορετικές σημασίες τόσο εθνικής όσο και γεωγραφικής υπόστασης στα βάθη των αιώνων. Τέλος, αναφέρονται οι δύο αποκλίνουσες γεωγραφικές παραδόσεις για το όνομα της Μακεδονίας οι οποίες τροφοδότησαν τη σύγχρονη εθνικιστική διαμάχη μεταξύ της ∆ημοκρατίας της Μακεδονίας και της Ελλάδας.

Στο τρίτο κεφάλαιο επιχειρείται η αποδόμηση των εθνικών συμβόλων και μύθων, των εργαλείων δηλαδή, στα οποία στηρίζεται ο εθνικισμός για να μεταστρέψει νοήματα και να αποδώσει νέες ερμηνείες σε πράγματα και έννοιες. Στη συνέχεια, γίνονται αντιληπτά από κάθε άτομο που διαθέτει μια στοιχειώδη πληροφόρηση και λίγη σκέψη, τα κίνητρα πίσω από την βάπτιση του δεκαεξάχτιδου ήλιου ως μακεδονικού συμβόλου και του τάφου ΙΙ της Βεργίνας ως τάφου του πατέρα του Αλέξανδρου Γ ́. Αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο έχει χτιστεί η σημερινή εικόνα του Αλέξανδρου Γ ́ με στόχο την τόνωση του εθνικού αισθήματος, ενώ ταυτόχρονα επιχειρείται η αποδόμηση της ιστορικής του φιγούρας. Προφανώς, δεν παραλείπουμε τη συμβολή του εκπαιδευτικού συστήματος, των διανοούμενων, των καλλιτεχνών και των μέσων ενημέρωσης στην παραγωγή, αναπαραγωγή και συντήρηση αυτών των εθνικών συμβόλων και μύθων.

Στο τέταρτο κεφάλαιο, γίνεται μία προσπάθεια σύνδεσης των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων με την άνοδο του εθνικισμού στη ∆ημοκρατία της Μακεδονίας και στην Ελλάδα κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Περιγράφονται οι τρόποι με τους οποίους τα κράτη σε αγαστή συνεργασία με άλλους δημόσιους θεσμούς (ΜΜΕ, σχολεία, εκκλησία, κλπ) καλλιεργούν συστηματικά τον εθνικό μύθο, υποδαυλίζουν την εθνικιστική φρενίτιδα, αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη μετακυλώντας την ευθύνη για τα κοινωνικά προβλήματα στους «άλλους», εκτονώνουν την ένταση των κοινωνικών συγκρούσεων και κατορθώνουν, έστω και πρόσκαιρα, την άμβλυνση του κοινωνικού ανταγωνισμού. Παράλληλα, αναγνωρίζουμε σε κομμάτια της κοινωνίας μία έντονη τάση συμπαράταξης με το εθνικό ιδεώδες. Η άνοδος του εθνικισμού στις δύο χώρες δεν προκαλεί προβλήματα στο εγχώριο και διεθνές κεφάλαιο. Το αντίθετο, συμβαδίζει με την καπιταλιστική ανάπτυξη και παρέχει ευκαιρίες πλουτισμού σε αυτούς/ες που «ξέρουν να τις εκμεταλλεύονται» (ελληνικές επενδύσεις στα βαλκάνια, συμμαχίες των αντίστοιχων αστικών τάξεων, εκμετάλλευση των εμπάργκο από οικονομικά συμφέροντα και άνθιση λαθρεμπορίου). Επιπλέον, ο εθνικισμός δημιουργεί τις απαραίτητες κοινωνικές συμμαχίες, λειαίνοντας έτσι το έδαφος πάνω στο οποίο προχωρά η καπιταλιστική ανάπτυξη. Αυτή η διαδικασία αποτελεί μέρος της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και προωθεί την υποβάθμιση της ζωής όλων των εκμεταλλευόμενων, αλλά κυρίως των μεταναστών και των άλλων περιθωριοποιημένων ομάδων, που αποτελούν τον πιο αδύναμο κρίκο.

Τέλος, παρατίθεται ένα παράρτημα που αναφέρεται στην αναρχική ομάδα των Γεμιτζήδων (Βαρκάρηδων) και συγκεκριμένα στην ιστορία και στη δράση τους, καθώς και στα κίνητρα και πολιτικά σκεπτικά που τους οδήγησαν στις επιθέσεις που πραγματοποίησαν στη Θεσσαλονίκη. Κι εδώ επιχειρείται η αποδόμηση της εικόνας που έχει τεχνηέντως κατασκευαστεί σήμερα στη ∆ημοκρατία της Μακεδονίας, σύμφωνα με την οποία οι Γεμιτζήδες αντιμετωπίζονται ως εθνικοί ήρωες.

Κλείνοντας την εισαγωγή, κρίνουμε απαραίτητο να ευχαριστήσουμε όσες και όσους συνεισέφεραν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στην ολοκλήρωση αυτού του βιβλίου. Η βοήθειά τους ήταν πράγματι πολύτιμη. Ελπίζουμε το βιβλίο αυτό να αποτελέσει αφενός, ένα ουσιαστικό βοήθημα σε οποιαδήποτε προσπάθεια αυτομόρφωσης στους κόλπους του ανταγωνιστικού κινήματος και αφετέρου πεδίο γόνιμων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων.

 

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://ajde.espivblogs.net/introduction/?lang=el