Επίλογος

Απ’ όσα προηγήθηκαν ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να αντιληφθεί ότι εάν το έτος 1812 ρωτούσαμε τους κατοίκους των Σκοπίων, του Πρίλεπου και του Μοναστηρίου (χρησιμοποιώντας τις γλώσσες που οι αντίστοιχοι πληθυσμοί κατανοούσαν) αν επιθυμούν να ζήσουν όλοι μαζί ως «Μακεδόνες» στο έδαφος της σημερινής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, ως δηλαδή μία ενότητα διακριτή από τις άλλες και υπό ειδικούς πολιτιστικούς και πολιτικούς όρους, θα μας θεωρούσαν μάλλον τρελούς. Την ίδια εντύπωση θα είχαν και οι κάτοικοι της Καστοριάς, της Έδεσσας και της Θεσσαλονίκης αν τους θέταμε την ίδια ερώτηση με τη διαφορά ότι θα ζούσαν στην ελληνική επικράτεια, ως «Έλληνες». Αν θέσουμε σήμερα την ίδια ερώτηση, μετά από δύο αιώνες πολέμων, εθνικών εκκαθαρίσεων και ακούραστης γλωσσικής και πολιτισμικής ενοποίησης εκ μέρους των κρατικών μηχανισμών, η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων αυτών των πόλεων θα μας απαντήσει αντίστοιχα «ντα» και «ναι».

Ο εθνικισμός μπορεί να έχει διαφορετικά και αντιθετικά ιδεολογικά πρόσημα, καθώς ιστορικά υπήρξε προοδευτικός και αντιδραστικός, δημοκρατικός και δεσποτικός, αριστερός και δεξιός. Είναι, συνεπώς, προτιμότερο να προσεγγίζεται ως μία πολλαπλότητα εθνικισμών. Όλοι τους, όμως, έχουν στο πυρήνα τους την κεντρική πολιτική σημασία του έθνους. Η δημιουργία του έθνους – κράτους αποτελεί το πλέον αποτελεσματικό σύστημα ελέγχου των καταπιεσμένων είτε μέσω μιας πολιτικής αφομοίωσή τους, είτε μέσω της νόμιμης καταστολής των αιτημάτων τους. Η κρατική διοίκηση δίνει τη δυνατότητα στις ελίτ να διατηρούν τον έλεγχο χρησιμοποιώντας στο μέγιστο βαθμό τους νόμους και σε μικρότερο βαθμό τον πειθαναγκασμό, κάνοντας όλη τη διαδικασία πιο ελκυστική με πατριωτικές και ενωτικές κορώνες.

Η εμφάνιση του εθνικισμού συνδέεται αρχικά με τις ανάγκες της ανερχόμενης αστικής τάξης και τις απαιτήσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ενώ στη συνέχεια το νεωτερικό κράτος και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του επιφορτίζονται με την κατασκευή της εθνικής ταυτότητας. Οι εθνικές ταυτότητες συγκροτούνται σε σχέση με ένα σύνολο διαφορετικής σπουδαιότητας ουσιωδών ή προκαθορισμένων χαρακτηριστικών, τα οποία παρέχουν συγκεκριμένα προνόμια, δικαιώματα και υποχρεώσεις στους πολίτες του εκάστοτε έθνους-κράτους. Ταυτόχρονα δημιουργείται καθεστωτικά και στρατηγικά η έννοια του «άλλου», η κοινωνική διάσταση της ετερότητας, η οποία χρησιμοποιείται για τη νομιμοποίηση διαφόρων μορφών διάκρισης, καταπίεσης και άσκησης βίας, ενάντια στους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς.

Όπως σήμερα, έτσι και στην ιστορική περίοδο που εξετάζουμε, η εθνικιστική ιδεολογία χρησιμοποιείται ως βαλβίδα εκτόνωσης για τη δυσαρέσκεια και ενίοτε οργή που γεννούν η κοινωνική ανισότητα, η φτώχεια και η κάθε είδους ανεπάρκεια. Ο αλυτρωτισμός ως ειδική στιγμή του εθνικισμού με τις αναφορές του στη συνέχεια και στη μεγαλοπρέπεια του έθνους, είναι το κύριο χαρακτηριστικό της ιδεολογίας των βαλκανικών κρατών που συναντήσαμε. Η συνέχεια του έθνους δεν αποτελεί μια απλή διακήρυξη, αλλά αντιμετωπίζεται ως αυθύπαρκτη αξία. Κυρίως τεκμηριώνεται κατασκευάζοντας τη συνέχεια της διαφοράς με τους άλλους, όπως αυτοί κάθε φορά ορίζονται. Μια τέτοια διαφορά εμφανίζεται στη σύγχρονη διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Δημοκρατίας της Μακεδονίας γύρω από το ζήτημα της ονομασίας.

Στόχος μας στο δεύτερο κεφάλαιο δεν είναι η ανακάλυψη της αληθινής ή αυθεντικής καταγωγής του ονόματος της Μακεδονίας και του πληθυσμού που δικαιούται να το οικειοποιηθεί. Ούτως ή άλλως, οι διαρκείς μετατοπίσεις της γεωγραφικής περιοχής, η επέκταση και η συρρίκνωση της, καθώς και ο αριθμός των πληθυσμών που συνδέθηκαν με αυτό το όνομα, καθιστούν αδύνατο αυτό το εγχείρημα. Επιπλέον, σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους αναδείχτηκαν ποικίλες γεωγραφικές και ιστορικές παραδόσεις αναφορικά με το όνομα Μακεδονία. Οι δύο κυριότερες, μάχονται μέχρι σήμερα για το κοπιράιτ του ονόματος. Αν και αυτή η ποικιλομορφία δημιουργεί ένα ακαθόριστο πλαίσιο αναφοράς, η ιδεολογική της λειτουργία υπήρξε καθοριστική στη διαδικασία κατασκευής τόσο του ελληνικού, όσο και του μακεδονικού έθνους. Αποτέλεσε την πρώτη ύλη πάνω στην οποία κατασκευάστηκε ο μύθος της ιστορικής συνέχειας μετατρέποντας παράλληλα το όνομα σε εθνικό σύμβολο.

Ως εθνικό σύμβολο χρησιμοποιείται οτιδήποτε διαθέτει μια αναφορά στο παρελθόν, υπαρκτή ή κατασκευασμένη. Τέτοια είναι τα σύμβολα του ήλιου της Βεργίνας και της φιγούρας του Αλέξανδρου Γ ́, που αναλύουμε στο τρίτο κεφάλαιο. Αφενός, τα εθνικά σύμβολα ντύνουν σύνθετα ζητήματα με απλές ερμηνείες αξιοποιώντας τους εθνικούς μύθους και με αυτόν τον τρόπο, στο μυαλό του πολίτη κάθε έθνους το επανανοηματοδοτημένο σύμβολο εμφανίζεται ως απόλυτα φυσικό και δεδομένο. Αφετέρου, το υποκείμενο συγκροτεί την υποκειμενική του ταυτότητα μέσα από την αποδοχή του εθνικού συμβόλου. Άλλες πρακτικές, όπως οι εθνικές γιορτές, έχουν τον χαρακτήρα πολιτικής προπαγάνδας η οποία ασκείται με σύμβολα και εικόνες που απευθύνονται στο συναίσθημα. Αυτά με τη σειρά τους λειτουργούν ως μέσα κοινωνικής ενσωμάτωσης και πολιτικής νομιμοποίησης. Γι’ αυτόν τον λόγο η εξουσία επιλέγει να επενδύσει σε εντυπωσιακούς εορτασμούς, όπως για παράδειγμα στον εορτασμό για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια ο εθνικισμός συμβαδίζει άψογα με την επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών στην οικονομία. Το φαντασιακό της ισχυρής Ελλάδας πηγαίνει χέρι-χέρι με την εξαγωγή κεφαλαίου στα Βαλκάνια, την επέκταση των τραπεζών και τη δημιουργία πεδίων κερδοφορίας για νέες επενδύσεις. Την περίοδο 1991-92, οι εθνικιστικές εξάρσεις επιχειρούν να υπερκεράσουν έντονες κοινωνικές συγκρούσεις που ξεδιπλώνονται στον ελλαδικό χώρο. Ταυτόχρονα, ο εθνικισμός λειτουργεί ως μηχανισμός πειθάρχησης του εργατικού δυναμικού με την υποτίμηση των μεταναστών και τον εγκλωβισμό τους σε ένα καθεστώς ομηρίας και ως μηχανισμός αναβολής της κρίσης του ντόπιου κεφαλαίου μέχρι την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Στη Δημοκρατία της Μακεδονίας ο νεοφιλελευθερισμός και η ιδεολογία της αγοράς αποτελούν συστατικά στοιχεία της σύγχρονης μακεδονικής ταυτότητας, αφού οποιαδήποτε αναφορά σε διαφορετικά ως προς την αγορά συστήματα οργάνωσης της οικονομίας, παραπέμπει στο «θλιβερό» γιουγκοσλαβικό παρελθόν. Οι εξάρσεις του μακεδονικού εθνικισμού συμβαδίζουν με τις προτεραιότητες που θέτει το μακεδονικό κράτος σε σχέση με τις εκάστοτε επαφές του ελληνικού και μακεδονικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ουσιαστική κατάλυση του κράτους πρόνοιας και η πτώση του βιοτικού επιπέδου καλύπτονται από το μανδύα του εθνικισμού και της διένεξης γύρω από τη συνταγματική ονομασία της χώρας.

Κατά τη διάρκεια της συγγραφής (περίοδος 2011-2012) η εξάπλωση εθνικιστικών, ρατσιστικών και φασιστικών τάσεων σ’ ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής και μακεδονικής κοινωνίας υπερβαίνει κάθε προηγούμενο. Αν και η καταγραφή όλων αυτών των εξελίξεων είναι έξω από το πεδίο της εργασίας μας, κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε κάποιες σκέψεις.

Στη σημερινή συγκυρία, το έθνος εξακολουθεί να χρησιμοποιείται στη δόμηση του κυρίαρχου πολιτικού λόγου και στη νομιμοποίησή του. Στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κρίσης, ο πατριωτικός λόγος, από τη μία εναντιώνεται στους «προδότες πολιτικούς» και τα «διεθνή οικονομικά συμφέροντα», ενώ από την άλλη δίνει έμφαση στην «αγάπη για την πατρίδα» και στην «πρόοδο του λαού», κλείνοντας το μάτι στα μέτρα λιτότητας που στόχο έχουν την υποτίμηση της ζωής μας. Έτσι, η κρίση εμφανίζεται ως ζήτημα κρατικών ανταγωνισμών και όχι ως προϊόν των καπιταλιστικών σχέσεων. Ο πατριωτισμός-εθνικισμός δημιουργεί τις αναγκαίες εθνικές συσπειρώσεις που ενσωματώνουν ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα των εκμεταλλευόμενων διευκολύνοντας την απρόσκοπτη λειτουργία του κεφαλαίου. ∆εν έχουμε καμία αυταπάτη ότι σήμερα ο πατριωτικός λόγος, όπως είναι βαθιά εμπεδωμένος στον πυρήνα του πολιτικού συστήματος – τόσο στην δεξιά όσο και στην αριστερή του εκδοχή – το μόνο που κάνει είναι να κρύβει κάτω από το χαλί της εθνικής αναγκαιότητας τις κοινωνικές αντιθέσεις, οδηγώντας εκμεταλλευόμενους και εκμεταλλευτές σε μία κοινή αγκαλιά και αφήνοντας τις σχέσεις εκμετάλλευσης στο απυρόβλητο.

Στις μέρες μας δυστυχώς, ο εθνικισμός δεν παράγεται μόνο από τους επίσημους θεσμούς, αλλά και από τα κάτω. Μέσα στην αβεβαιότητα των ημερών δεν είναι λίγοι αυτοί που επιλέγουν να συνταχθούν με τον εθνικό κορμό, υιοθετώντας απλά την κυρίαρχη επιχειρηματολογία περί εθνικής αναγκαιότητας. Άλλοι, ενστερνίζονται φασιστικές πρακτικές και συμμετέχουν στην καπιταλιστική βαρβαρότητα με ενεργητικό ρόλο κυνηγώντας μετανάστες και συμβάλλοντας στην δημιουργία γκέτο. Οι μετανάστες και οι άλλες περιθωριοποιημένες ομάδες (Ρομά, LGBT κλπ) έχουν μετατραπεί σε αποδιοπομπαίο τράγο κυνηγημένοι από την μία από τις επιχειρήσεις της αστυνομίας και από την άλλη από τις τοπικές κοινωνίες.

Στο δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση οι πατριωτισμοί δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακόμα εμπόδιο. Ορθώνουν ψευδή διλήμματα τα οποία αμβλύνουν τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Εμείς από τη μεριά μας, μέσα από αυτή τη μικρή προσπάθεια προτείνουμε την προώθηση μίας διεθνιστικής επικοινωνίας που συμβάλει στην αποδόμηση του εθνικισμού και την επικοινωνία των αγώνων της καθημερινότητας πέρα από σύνορα και εθνικούς διαχωρισμούς. Για εμάς οι εθνικές αντιπαραθέσεις υποβιβάζουν πάντοτε τα ταξικά ζητήματα και τα θέτουν σε δεύτερη μοίρα. Για εμάς, που δεν χωράμε σε εθνικές ταυτότητες, τα διλήμματα περί ονομασίας είναι κενά περιεχομένου. Για εμάς ο εχθρός δεν είναι μόνο ο ελληνικός ή ο μακεδονικός εθνικισμός, αλλά το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που βασίζονται στην εκμετάλλευση και στην εξαθλίωση της ανθρώπινης ζωής όπου και αν αυτή τυχαία βρίσκεται. Για εμάς δεν υπάρχει το «εμείς» και οι «άλλοι», υπάρχει το δίκιο και το άδικο. Το δίκιο που δε στηρίζεται σε κάποια εθνικά χαρακτηριστικά, αλλά το δίκιο που παράγεται από τον αγώνα για ελευθερία και αξιοπρέπεια.

 

 

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://ajde.espivblogs.net/conclusions/?lang=el