Την προηγούμενη χρονιά η Δημοκρατία της Μακεδονίας γιόρτασε τα 20 χρόνια της ανεξαρτησίας της. Στην πραγματικότητα ένας τέτοιος εορτασμός δεν είχε να προσφέρει τίποτα. Πρώτα απ’ όλα, η ίδια η κρατική υπόσταση δεν αποτελεί λόγο για κανενός είδους γιορτή. Ακόμα κι αν η έννοια της ανεξαρτησίας είναι μια «μεγάλη» λέξη και ένα ανεξάρτητο κράτος μπορεί να ακούγεται ελκυστικό, το κρατικό σύστημα δημιουργείται με σκοπό να προστατεύει τα συμφέροντα των ελίτ, ενώ την ίδια στιγμή καταπιέζει την πλειοψηφία. Η οικονομική πραγματικότητα στη Δημοκρατία της Μακεδονίας σήμερα έρχεται να επιβεβαιώσει τα παραπάνω. Το βιοτικό επίπεδο της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού βαίνει μειούμενο ή είναι στάσιμο, το ποσοστό ανεργίας είναι, με εξαίρεση το Κοσσυφοπέδιο, το υψηλότερο στην Ευρώπη, το επίπεδο της σχετικής φτώχειας είναι περίπου 31%, τα δικαιώματα των εργαζομένων συνεχώς περιορίζονται από τις σχετικές νομοθεσίες και στην πράξη παραβιάζονται, και οι κοινωνικές παροχές για τα ασθενέστερα μέλη της κοινωνίας συνεχώς μειώνονται. Οι ταξικές διαφορές έχουν επίσης εκτοξευθεί στα ύψη55.
Ανεξάρτητα από το πόσο κακή είναι η κατάσταση, οι άνθρωποι γενικά δεν προσπαθούν ενεργά να την αλλάξουν. Ένας από τους κύριους λόγους είναι η συνεχής χρήση από την πλευρά της κυριαρχίας των «εθνικών θεμάτων» για να αποσπάσει την προσοχή του λαού από τα πραγματικά προβλήματα. Δυνητικές διαφορές με κάθε γειτονικό λαό, συχνά χρησιμοποιούνται από τους Μακεδόνες εθνικιστές για να κρατήσουν τα «εθνικά θέματα» ψηλά στη δημόσια ατζέντα. Τη μια, οι Έλληνες είναι εκείνοι οι οποίοι «μας απειλούν», την άλλη οι Αλβανοί, και αν όχι αυτοί τότε είναι οι Βούλγαροι. Επίσης, οι εθνικιστές φροντίζουν να υπενθυμίζουν πως ακόμα και οι Σέρβοι δεν είναι τόσο θετικά διατεθειμένοι προς την Δημοκρατία της Μακεδονίας. Για τους Μακεδόνες εθνικιστές, όπως και για όλους τους εθνικιστές, πάντα οι άλλοι είναι αυτοί που αναζητούν προβλήματα και δημιουργούν καταστάσεις. Και, όπως σε όλες τις χώρες η επιβολή αυτής της ατζέντας έχει ως συνέπεια την ευκολότερη εκμετάλλευση των ανθρώπων.
Η στάση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας απέναντι στην Ελλάδα τα τελευταία 20 χρόνια χωρίζεται σε τρεις περιόδους: από το 1991 έως το 1995, από το 1995 έως το 2008, και από το 2008 μέχρι σήμερα.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η χώρα ήταν αντιμέτωπη με την απειλή του πολέμου, καθώς ο πόλεμος που είχε ήδη ξεσπάσει στα εδάφη της πρώην Γιουγκοσλαβίας μπορούσε να επεκταθεί στην περιοχή της. Οι εθνικιστικές πολιτικές των πρώην ομόσπονδων κρατιδίων είχαν ήδη αιματοκυλήσει το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής. Πέρα από αυτό, η οικονομική συνθήκη ήταν άσχημη και συνεχώς χειροτέρευε. Σε μια τέτοια συγκυρία, η κυβέρνηση δεν είχε την πολυτέλεια να περιπλέξει περαιτέρω την κατάσταση και να επιδεινώσει τις σχέσεις της με την Ελλάδα. Η παρεμπόδισης της ένταξης της Δημοκρατίας της Μακεδονίας στους διεθνείς οργανισμούς από τις ελληνικές αρχές, η μονομερής επιβολή εμπάργκο το 1992 και ειδικότερα το εμπάργκο της περιόδου 1994-1995 απλά έδωσε την αφορμή στους τοπικούς πολιτικούς ώστε να παρουσιάσουν την Ελλάδα ως τον κακό της υπόθεσης56. Παράλληλα, και στο ίδιο χρονικό διάστημα, η Δημοκρατία της Μακεδονίας αποτέλεσε γόνιμο έδαφος για τη δημιουργία τοπικών ολιγαρχιών μέσω
επιχειρηματικών κινήσεων που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες με το λαθρεμπόριο που εκτυλίσσονταν στα σύνορα των δύο χωρών.
Η πρώτη περίοδος ολοκληρώνεται με τις συνταγματικές αλλαγές και την υπογραφή της ενδιάμεσης συμφωνίας με την Ελλάδα το 1995. Κατά τη δεύτερη περίοδο, από το 1995 έως το 2008, δεν υπάρχουν πραγματικές αλλαγές σε πολιτικό επίπεδο. ∆εν υπήρχε η ανάγκη της εξάπλωσης μιας ανθελληνικής επιχειρηματολογίας, ώστε να μην διαταραχθεί η «βελτίωση των καλών εμπορικών σχέσεων» ενώ παράλληλα οι διαφορές στο ζήτημα της ονομασίας μπήκαν στο περιθώριο. Καθώς ο κύριος προσανατολισμός των κυβερνήσεων ήταν το ξεπούλημα της κρατικής ή δημόσιας περιουσίας, η ανάγκη για ξένους επενδυτές, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού κεφαλαίου, ήταν επιτακτική. Δεδομένου ότι το ελληνικό κεφάλαιο παρακολουθούσε στενά αυτή τη διαδικασία θα ήταν αντιπαραγωγικό να προκληθούν ανθελληνικά αντανακλαστικά μέσα στην κοινωνία. Από την πλευρά της, η οικονομική και πολιτική ελίτ υποστήριξε τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης, όχι μόνο επειδή πίστευε ότι η ιδιωτική ιδιοκτησία είναι πιο ανταγωνιστική, αλλά και για να γίνει πιο πλούσια. Και όντως έγινε πιο πλούσια. Οι σημερινές σημαντικές ταξικές διαφορές έλκουν την καταγωγή τους σ’ αυτά τα χρόνια και στην εξαιρετικά εγκληματική διαδικασία ιδιωτικοποίησης που ακολουθήθηκε.
Ωστόσο, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου ο εθνικισμός απέναντι στην Ελλάδα και ο εθνικισμός γενικότερα σαφώς και υπήρχε57. Η περίοδος σημαδεύτηκε από τη σοβαρή ένταση ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Αλβανούς που ζουν στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Επιπλέον, τα δεξιά κόμματα, που ήταν τότε στην αντιπολίτευση, είχαν υιοθετήσει μια καθαρά ανθελληνική ρητορική58. Εν τω μεταξύ, οι άνθρωποι ήταν (και ακόμα είναι) εκτεθειμένοι στην επίσημη ιστοριογραφία που παρήγαγε (και εξακολουθεί να παράγει) εθνικιστικά στερεότυπα και αισθήματα μίσους έναντι των γειτονικών λαών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο χάρτης ολόκληρης της γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας, που παρουσιάζεται ως εθνογραφικός χάρτης των Μακεδόνων. Έτσι, οι άνθρωποι υφίστανται την εθνικιστική παρουσίαση ενός χάρτη με αμιγώς επεκτατικές βλέψεις σε ευρύτερα εδάφη ως χάρτη εθνικών εδαφών. Όλα αυτά είναι εμπλουτισμένα με λεκτικές κατασκευές, όπως η μετονομασία του αεροδρομίου των Σκοπίων σε αεροδρόμιο «Alexander the Great» και το άγαλμα του «πολεμιστή πάνω στο άλογο» στην κεντρική πλατεία της πόλης, κλπ.
Ο διαρκώς αυξανόμενος εθνικισμός, που φτάνει στο αποκορύφωμά του το 2008 μετά το ελληνικό βέτο στο Βουκουρέστι59, είναι το αποτέλεσμα της εφαρμογής ριζοσπαστικών νεοφιλελεύθερων πολιτικών από τις τελευταίες κυβερνήσεις. Οι πολιτικές αυτές διεύρυναν τις κοινωνικές αντιθέσεις, απορύθμισαν τις εργασιακές σχέσεις, υποβάθμισαν το ήδη υποβαθμισμένο κράτος πρόνοιας και όπως ήταν άλλωστε αναμενόμενο δεν έφεραν την οικονομική ανάκαμψη (κάτι τέτοιο συμβαίνει και στην Ελλάδα του σήμερα). Σίγουρα, οι καπιταλιστές επωφελήθηκαν από τα μέτρα της κυβέρνησης, αλλά η ζωή των απλών ανθρώπων δεν βελτιώθηκε. Έτσι, ως συνέπεια της αποτυχίας των οικονομικών πολιτικών, η κυβέρνηση στράφηκε στον εθνικισμό, ως δοκιμασμένη και αποτελεσματική μέθοδος για να αποσπάσει την προσοχή του λαού από τα πραγματικά προβλήματα. Και πίσω από το πέπλο της εθνικιστικής μυθολογίας, ενώ οι άνθρωποι διασκεδάζουν με τις απλοϊκές ιστορίες του παρελθόντος, οι καπιταλιστές γίνονται πλουσιότεροι λόγω της μείωσης των μισθών, των φόρων και των ασφαλιστικών εισφορών, αλλά και λόγω της σχεδόν ανενόχλητης παραβίασης των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Επιπλέον, ενώ η εθνικιστική παράνοια συνεχίζεται, το επίπεδο της φτώχειας έχει αυξηθεί, η ασφάλεια στην εργασία μετατράπηκε σε πρόβλημα, η μεγαλύτερη συνδικαλιστική ομοσπονδία διοικείται πλέον από φιλοκυβερνητικούς, που κατέλαβαν την ηγεσία μέσω ενός «εικονικού» πραξικοπήματος, η δημοκρατία απειλείται, όπως απειλείται και η ελευθερία του λόγου…
Αυτή η κατάσταση επιβάλλει τη συνειδητοποίηση ότι ο εθνικός μύθος δεν είναι παρά ένα εργαλείο αποπροσανατολισμού. Και αυτή η στρατηγική είναι ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους η κυριαρχία στις δύο χώρες, όπως παντού, στηρίζει τον εθνικισμό και ελπίζει ότι οι αποπροσανατολισμένοι άνθρωποι δεν θα δουν τη φοβερή πραγματικότητα πίσω από τις εθνικιστικές φαντασμαγορίες. Θα πρέπει πάντα να έχουμε κατά νου πώς λειτουργεί αυτός ο τρόπος χειραγώγησης και ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε ενάντια του εθνικισμού σε όλες τις χώρες ανεξαιρέτως. Ο εθνικισμός της μίας πλευράς διεγείρει το ίδιο και στην άλλη. Ωστόσο, το ίδιο συμβαίνει και με τον αντιεθνικισμό.
55 Οι εργαζόμενοι που λαμβάνουν τον βασικό μισθό των 130 ευρώ μηνιαίως, πρέπει να δουλέψουν 39 χρόνια (απίστευτο!) για να κερδίσουν το μηνιαίο εισόδημα ενός υψηλόβαθμου manager. Επιστροφή
56 Κατά τη διάρκεια αυτών των αποκλεισμών, οι εθνικιστές ήθελαν τη Δημοκρατία της Μακεδονίας να λάβει αντίστοιχα μέτρα εναντίον της Ελλάδας, αλλά επειδή τα συμφέροντα από το λαθρεμπόριο ήταν μεγάλα, η κυβέρνηση συγκρατήθηκε από τη λήψη «εξισωτικών» μέτρων. Επιστροφή
57 Αξίζει να σημειωθεί ότι από τους πρώτους θιασώτες του εθνικισμού την περίοδο αυτή, ήταν οι Σλαβόφωνοι πολιτικοί πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου και οι απόγονοί τους, που τα τελευταία εξήντα χρόνια διαμένουν στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Τα αιτήματά τους για την επιστροφή της ελληνικής ιθαγένειας, των περιουσιών τους ή οι αντίστοιχες αποζημιώσεις, είναι πέρα για πέρα λογικά. Το μόνο παράδοξο είναι το γεγονός ότι οι απόγονοι αυτών που πολέμησαν ή στρατεύτηκαν με την Αριστερά κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου έγιναν ακραιφνείς υποστηρικτές του εθνικισμού. Επιστροφή
58 Τη δεκαετία του 1990 ο πρώην ηγέτης του δεξιού κόμματος VMRO DPMNE, Ljupcho Georgievski, δήλωσε ότι το κόμμα του θα πραγματοποιήσει το επόμενο συνέδριό του στη Θεσσαλονίκη. Επιστροφή
59 Στη σύνοδο του ΝΑΤΟ. Επιστροφή
1 σχόλιο
Συγχαρητήρια για την προσπάθεια κοινής δράσης με τους γείτονες γα την αντιμετώπιση του εθνικισμού των δύο πλευρών. Είναι ένα καλό πρώτο βήμα. Μόνο με κοινή δράση όλων των πλευρών μπορεί να καταπολεμηθεί ο εθνικισμός και η μισαλλοδοξία. Μόνο η κοινή δράση μπορεί να ανατρέψει τα στερεότυπα για τον «άλλο». Όταν η κοινή γνώμη διαπιστώσει ότι και στην «άλλη» πλευρά υπάρχει ταυτόχρονη αντίδραση για να δικά της στερεότυπα, θα σταματήσει να θεωρεί τις αντιεθνικιστικές δράσεις ως εθνική προδοσία.
Μερικές ιδέες προσωπικές:
Α) Για να ολοκληρωθεί η προσπάθεια θα πρέπει να επεκταθεί και με την συνεργασία μελών από την Βουλγαρία, την Σερβία και την Αλβανία. Γιατί το πρόβλήμα του εθνικισμού στην Δημοκρατία της Μακεδονίας είναι πολύ πιο σοβαρό σε ότι έχει να κάνει με τον σέρβικό, αλβανικό και κυρίως τον βουλγαρικό εθνικισμό. Ειδικά με τον βουλγαρικό εθνικισμό και μεγαλοϊδεατισμό, το πρόβλημα είναι και το σοβαρότερο. Διότι ενώ το πεδίο σύγκρουσης με τον ελληνικό εθνικισμό είναι η διεκδίκηση της κληρονομιάς των αρχαίων μακεδόνων και των βασιλιάδων της Φιλίππου και Αλεξάνδρου, όπως πολύ σωστά το έχετε αναλύσει στο κείμενό σας και οι δύο πλευρές και συμφωνείτε, το πεδίο σύγκρουσης με τον βουλγαρικό εθνικισμό είναι η διεκδίκηση της κληρονομιάς πολύ πρόσφατων ιστορικών γεγονότων και προσώπων, και δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να συμφωνήσουν οι δύο πλευρές για να τα ξεπεράσουν. Είναι π.χ. το Ίλιντεν και οι Γκότσε Ντέλτσεφ και Γιάνε Σαντάνσκι. Στην Δημοκρατία της Μακεδονίας θεωρούνται ως μακεδόνες ήρωες που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση των μακεδόνων από τον οθωμανικό ζυγό (Ίλιντεν) και την ελληνική επιρροή (μακεδονικός αγώνας) ενώ στη Βουλγαρία θεωρούνται βούλγαροι ήρωες που αγωνίστηκαν για την απελευθέρωση των βουλγάρων από τον οθωμανικό ζυγό (Ίλιντεν) και την ελληνική επιρροή (μακεδονικός αγώνας). Είναι π.χ. ο τσάρος Σαμουήλ, που στην Δημοκρατία της Μακεδονίας θεωρείται αυτοκράτορας του Μακεδονικού Μεσαιωνικού Κράτους και επιδεικνύεται με εθνική υπερηφάνεια το κάστρο του στην Οχρίδα, ενώ στην Βουλγαρία θεωρείται αυτοκράτορας του Δυτικού Βουλγαρικού Μεσαιωνικού Κράτους. Γι΄ αυτό και θεωρών ότι ο κίνδυνος στην Δημοκρατία της Μακεδονίας δεν προέρχεται από τον ελληνικό εθνικισμό αλλά από τον βουλγαρικό. Και όπως πολύ σωστά λέτε στο κείμενό σας, η ανακίνηση των εθνικιστικών ζητημάτων στην Δημοκρατία της Μακεδονίας που έχουν σχέση με την Ελλάδα, γίνεται κάθε φορά που θέλουν να στρέψουν αλλού την προσοχή. Η αντιπαράθεση με τον ελληνικό εθνικισμό για τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο είναι μια κάπως ανώδυνη και εύκολη διέξοδος, ενώ η αντιπαράθεση με τον βουλγαρικό εθνικισμό για τους Ντέλτσεφ και Σαντάσκι ανοίγει μεγάλες πληγές.
Β) Συμφωνώ απόλυτα που στο ελληνικό κείμενο αναφέρεστε σε Δημοκρατία της Μακεδονίας και όχι σε FYROM, και για τους κατοίκους της σε Μακεδόνες χωρίς εισαγωγικά, διότι οφείλουμε να αναφερόμαστε στους «άλλους» με το όνομα που επέλεξαν οι ίδιοι για να ονομάζονται.
Γ) Οι εθνικιστικοί κύκλοι όταν αναφέρονται σε τοπωνύμια περιοχών εκτός του κράτους τους, δεν χρησιμοποιούν την επίσημη σύγχρονη ονομασία τους, αλλά την ονομασία τους στη γλώσσα τους, θέλοντας έτσι να υπονοήσουν ότι οι περιοχές αυτές είναι αλύτρωτες που κάποτε πρέπει να αποσπασθούν από το γειτονικό κράτος και να ενωθούν με τον φυσικό τους εθνικό κορμό. Έτσι π.χ. ονομάζουν την Μπίτολα ως Μοναστήρι και αντίστοιχα την Φλώρινα ως Λέριν. Το κείμενό σας (ελληνικό και μακεδονικό) απέφυγε τέτοιες αναφορές αλλά όχι με απόλυτη συνέπεια. Στο ελληνικό π.χ. κείμενο η χρήση της ελληνικής ονομασίας Μοναστήρι, είναι σωστή όταν αφορά παλαιότερη ιστορική περίοδο, τότε δηλ. που η Μπίτολα ονομάζονταν επίσημα Μοναστήρι δηλ. κατά την οθωμανική κυριαρχία, (βλ. σελίδες 23, 25 και 63 ), αλλά λάθος όταν αφορά την σύγχρονη εποχή (βλ. σελίδα 31 στην μέση, ενώ κάτω χρησιμοποιείται σωστά μέσα σε παρένθεση). Αντίστοιχα στο μακεδονικό κείμενο η χρήση π.χ. της σλαβικής ονομασίας Солун αντί Σελανίκ ή Θεσσαλονίκη είναι λάθος γιατί σε καμιά χρονική περίοδο δεν υπήρξε τέτοια επίσημη ονομασία (σελ. 9 και 25 σημείωση 25). Αλλά και όταν χρησιμοποιείται το Θεσσαλονίκη αναφέρεται ως Тесалоника και όχι ως Тесалоники (σελ. 34). Πιο χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην σελ. 31 των σύγχρονων πόλεων Лерин и Битола (Флорина и Манастир) ενώ έπρεπε να αναφέρει Флорина и Битола (Лерин и Манастир). Θεωρώ ότι η μη σωστή χρήση των τοπωνυμίων, έστω και άθελα, δίνει τροφή στον εθνικισμό. Ελέγξτε προσεκτικά τα δύο κείμενα και απαλείψτε τέτοιες αναφορές.
Και πάλι συγχαρητήρια για το βήμα που κάνατε. Η ξερίζωση του εθνικισμού θέλει μεγάλες προσπάθειες και τέτοιες συνεργασίες. Αν χρειαστείτε την βοήθειά μου, θεωρείστε την δεδομένη.
Δυστυχώς τα αγγλικά μου δεν είναι τόσο καλά για να κάνω μετάφραση του κειμένου.
Τριαντάφυλλος Σφυρής
Ξάνθη
Congratulations for this joint effort to act with the neighbours in order to face both sides of nationalism. It is a first good step. Only by the joint effort of all sides can nationalism and intolerance be fought. Only common action can revert the stereotypes about the “other”. When public opinion realizes that there is a simultaneous reaction in the “other” side for its own stereotypes, will it stop considering antinationalist actions as national treason.
Some personal statements
A) In order for it to be complete, this effort should expand also with the collaboration of members from Bulgaria, Serbia and Albania. Thus, the problem of nationalism in the Republic of Macedonia is much more serious as concerns serbia, albanian, but mainly bulgarian nationalism. Especially as far as bulgarian nationalism is concerned, the problem is the most serious one. Because, while the claim of ancient macedonians and the kings Filip and Aleksander, as you have analysed in your texts both sides in a very correct way, the field of conflict with bulgarian nationalism is located in the claim of much more recent historical events and personalities, and I don’t know how easy it would be for both sides to agree and get over them. This has to do, for example, with Iliden and Gotse Deltsev and Giane Sadanski. In the Republic of Macedonia they are considered to be macedonian heroes who fought for the liberation of macedonians from the ottoman rule (Iliden) and the greek influence (macedonian struggle) while in Bulgaria they are considered to be Bulgarians eroes who fought for the liberation of macedonians from the ottoman rule (Iliden) and the greek influence (macedonian struggle). For example, czar Samuil is considered to be in the Republic of Macedonia as emperor of the Macedonian Medieval State and his castle is being shown off with national pride in Ohrid, while in Bulgaria he is considered to be the emperor of the west Bulgarian Medieval State. That’s why they believe that the danger for Republic of Macedonia does not come from Greece but from Bulgaria. And also, as you mention correctly in your text, the stirring of nationalist issues in the Republic of Macedonia concerning Greece, happens every time they want to turn the attention elsewhere. The confrontation with greek nationalism and Philip and Aleksander is a much more painless and consists an easy way out, while the confrontation with bulgarian nationalism and Deltsef and Sandanski opens big wounds.
B) I completely agree that in the greek text you refer to Republic of Macedonia and not FYROM, as well as to its inhabitants as Macedonians without brackets, because we should refer to the “others” by the name that they have chosen for themselves.
C) When nationalists refer to toponyms of regions that are outside their states, they do not use the official modern naming but the names from their languages. In this way they are trying to suggest that this regions are “enslaved” and they should be detached from the neighbour state in order to unite with their natural nationalist core. So, for example, they name Bitola as Monastir and Florina as Lerin. In your texts you have avoided such references but without complete consistency. In the greek text the usage of the greek naming Monastir, is correct as concerns the older historical period, when Bitola was officially named as Monastir, which was during the Ottoman Empire (see pages 23, 25 and 63) but wrongly as concerns the modern period (see page 31 in the middle, while underneath it is used correctly inside a parenthesis. In the same way, in the macedonian text the usage for example of the Slavic naming Солун instead of Selanic or Thessaloniki is wrong because in no historical period has there been such and official naming (page 9 and 25 footnote 25). But when the word Thessaloniki is used it is refered as Тесалоника and not Тесалоники (page. 34). Μore common is the refernce (page 31) of modern cities Лерин и Битола (Флорина и Манастир) while they should have been written as Флорина и Битола (Лерин и Манастир). I believe that the non-correct use of toponyms, even unwillingly, gives food to nationalism. Check carefully both texts and correct these references.
And again congratulations for the step you made. The eradication of nationalism requires substantial effort and these kinds of collaborations. If you need my help, please take it for granted.
Unfortunately, my English is not well enough to translate this text.
Triantafyllos Sfyrhs
From Ksanthi