1.3 Το μακεδονικό ζήτημα

Έχοντας κεντρική θέση στα Βαλκάνια, η Μακεδονία, με τα τρία βιλαέτια της Σελανίκ (Θεσσαλονίκης), του Μοναστηρίου (Βιτολίων) και του Ουσκούμπ (των Σκοπίων, που μετά το 1877 ονομάστηκε βιλαέτι του Κόσσοβου), βρισκόταν στο επίκεντρο των αντιμαχόμενων εθνικισμών. Η Μακεδονία υπήρξε περιοχή-σύνορο, ένας τόπος στον οποίο συναντήθηκαν και συμβίωσαν -ειρηνικά ως επί το πλείστον- πολλές διακριτές γλωσσικές και θρησκευτικές κοινότητες. Ο μακεδονικός χώρος διαχρονικά αποτέλεσε ένα μεγάλο χωνευτήρι λαών και πολιτισμών. Μετά την κατάκτηση της περιοχής από τους Ρωμαίους, Έλληνες ή εξελληνισμένοι ντόπιοι πληθυσμοί, Ρωμαίοι ή εκλατινισμένοι Έλληνες, Ιλλύριοι, Θράκες, Παίονες, Ούννοι, Γότθοι και Βησιγότθοι, Σλάβοι, Αλβανοί και Τούρκοι συμβίωσαν, επί μακρόν ή για μικρά διαστήματα, ειρηνικά ή εχθρικά μεταξύ τους, υπό ποικίλους κυριάρχους20.

Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα, ο πληθυσμός της περιοχής αποτελούνταν από διάφορες εθνοτικές ομάδες που συνέκλιναν και επικαλύπτονταν: Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Τούρκοι, Εβραίοι, Βλάχοι και Αλβανοί, αλλά και διάφορες παραλλαγές τους, όπως ελληνόφωνοι, βλαχόφωνοι ή σλαβόφωνοι μουσουλμάνοι, αλβανόφωνοι ή σλαβόφωνοι ελληνικής εθνικής συνείδησης, σλαβόφωνοι βουλγαρικής, σερβικής ή μακεδονικής συνείδησης και αρκετοί ακόμα συνδυασμοί των παραπάνω. Όλοι αυτοί συνιστούσαν το πολύχρωμο μωσαϊκό της Μακεδονίας. Το μουσουλμανικό στοιχείο αποτελούσε ίσως το μισό πληθυσμό: Τούρκοι, Αλβανοί, μουσουλμάνοι Σλάβοι κι εκείνοι που είχαν έλθει από τη Ρωσία και από τις «χαμένες» βαλκανικές περιοχές. Τη δυσκολία της εθνολογικής διάκρισης των κατοίκων της περιοχής, που φτάνει στα όρια της παράνοιας, έρχονται να επιβεβαιώσουν νεολογισμοί και λεκτικές ακροβασίες όπως «Ελληνίζοντες», «Βουλγαρίζοντες» ή «Σλαβομακεδόνες» και «Ρουμανίζοντες», νεολογισμοί που προσπαθούν να καλύψουν με επιστημονικό φύλλο συκής την εκάστοτε εθνική αμηχανία.

Ποιοι ήταν πραγματικά οι κάτοικοι της Μακεδονίας; Αυτό το ερώτημα δε μπορούμε και δε θέλουμε να το απαντήσουμε. Είναι αδύνατο να καθορίσουμε την εθνική συνείδηση ενός πληθυσμού ετεροχρονισμένα, χρησιμοποιώντας εργαλεία και κριτήρια του σήμερα. Η γλώσσα; Η θρησκεία; Η παιδεία; Η συνείδηση; Η τοπική μουσική; Οι τοπικοί χοροί; Τα τοπικά έθιμα της καθημερινότητας; Τα «καλαμπούρια»; Οι «αιματολογικές εξετάσεις»; Τι είναι αυτό που προσδιορίζει την εθνική ταυτότητα ενός ατόμου που έζησε πριν από 150 χρόνια; Ενός ατόμου που έζησε σε μια πολυπολιτισμική και πολυθρησκευτική ατμόσφαιρα, όπου στην καθημερινότητά του χρησιμοποιούσε λέξεις και φράσεις από περισσότερες από τρεις γλώσσες21; Πώς μπορούμε να καλουπώσουμε έναν πληθυσμό και να του κρεμάσουμε μια εθνική ταμπέλα;

Ο εθνικισμός φυσικά και μπορεί. Για τους σχεδιαστές της εθνικής πολιτικής της Ελλάδας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας το ζήτημα της εθνικής συνείδησης ήταν απλό. Για τους Έλληνες όλοι οι ορθόδοξοι πατριαρχικοί ήταν Έλληνες. Για τους Βούλγαρους και τους Σέρβους όσοι μιλούσαν κάποια σλάβικη διάλεκτο ήταν Βούλγαροι ή Σέρβοι. Πόσοι από αυτούς που ήταν ορθόδοξοι και χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα ως δεύτερη (επαγγελματική ή εμπορική) ή όταν χρησιμοποιούσαν το ελληνικό αλφάβητο για να γράψουν βουλγαρικά, τουρκικά ή αλβανικά, θεωρούσαν τους εαυτούς τους Έλληνες;

Γλώσσα, θρησκεία, παιδεία: κανένα απ’ τα τρία αυτά στοιχεία δεν μπορούσε να μονοπωλήσει την εθνική συνείδηση. Αντίθετα, τα έβρισκε κανείς σε ποικίλους συνδυασμούς μέσα στον ντόπιο πληθυσμό. Η σύγχυση γλώσσας, θρησκείας και παιδείας έδινε έναν απίθανο συνδυασμό εθνολογικών χαρακτηριστικών. Η υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης ταυτότητας εξαρτιόταν από το χρόνο, τον τόπο, την εκπαίδευση, τους συγγενικούς δεσμούς, τις προσωπικές σχέσεις και την προπαγάνδα των γειτονικών κρατών. Το θέμα της ταυτότητας δεν ήταν ζήτημα κριτηρίων αλλά ζήτημα επιλογής. Επιλογής, που δεν ήταν πάντα προϊόν ελεύθερης βούλησης αλλά κυρίως καταναγκασμού. Αλλά και όταν ήταν προϊόν ελεύθερης βούλησης, η επιλογή εθνικού στρατοπέδου γινόταν με όρους πολιτικού και οικονομικού συμφέροντος. Έτσι, μπορούσε να υπάρχει οικογένεια με πατέρα Μακεδόνα, γιο Έλληνα, εγγονό Βούλγαρο και ανιψιό Ρουμάνο!

Σ’ αυτήν την πολύγλωσση και κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα, τη συνηθισμένη στα Βαλκάνια όπου πόλεις και κωμοπόλεις ήταν ένας κυκεώνας από ποικίλες θρησκευτικές και εθνοτικές ομάδες, το δόγμα του εθνικισμού άρχισε να κερδίζει έδαφος. Τα προβλήματα που έθεταν τέτοιου είδους τόποι έπρεπε επομένως να διευθετηθούν. Οι εκδιώξεις, οι μετατοπίσεις, οι βίαιες διαδικασίες ομογενοποίησης, οι εξοντώσεις και η εθνοκάθαρση είναι τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν από τους αντιμαχόμενους εθνικισμούς, στην προσπάθειά τους να αποκαθάρουν ολόκληρα χωριά ή περιοχές από αλλότρια στοιχεία. Τα χωριά άλλαζαν παράταξη υπό την απειλή των αντιμαχόμενων συμμοριών22. Οι ντόπιοι εθνικιστές έκαναν ότι μπορούσαν για να δώσουν ταμπέλες στους ανθρώπους. Στο έργο τους αυτό βρήκαν αρωγούς τις εθνικιστικές – ιμπεριαλιστικές πολιτικές των τριών βαλκάνιων ανταγωνιστών23. Η “Βουλγαρία του Αγίου Στεφάνου”, η “Μεγάλη Σερβία”, η “Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών24” βρέθηκαν αντιμέτωπες σε μια ανελέητη σφαγή που έντεχνα ονομάστηκε μακεδονικός αγώνας.

Η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία διεκδικούσαν όσο το δυνατό περισσότερες από τις οθωμανικές κτήσεις στα Βαλκάνια, μολονότι ενίοτε έδειξαν ότι υποστήριζαν την ιδέα της μακεδονικής ενότητας. Καθώς ο πόλεμος των λέξεων πέρασε σταδιακά στον ένοπλο αγώνα των αντάρτικων συμμοριών, μια άλλη απάντηση στις εξωτερικές πιέσεις ήταν το μακεδονικό αυτονομιστικό κίνημα που άρχισε να υποστηρίζει την προσπάθεια χειραφέτησης του ντόπιου πληθυσμού. Προήλθε από τους νέους αστούς διανοούμενους που επηρεάστηκαν από τη σερβική και βουλγαρική εθνική χειραφέτηση. Με την έμφαση που έδινε στην κοινωνική ισότητα, κατάφερε να προσελκύσει τελικά αγρότες που αντιδρούσαν στις καταχρήσεις των μεγαλογαιοκτημόνων και των αρχών, αλλά και στα διασταυρούμενα πυρά των εθνικιστών.

Ανάμικτα εθνικιστικά, κοινωνικά και πολιτικά κίνητρα οδήγησαν στη μαζική αλλά πρόχειρα οργανωμένη εξέγερση που ξέσπασε τον Αύγουστο του 1903 (εξέγερση του Ίλιντεν) και έθεσε σύντομα το μεγαλύτερο μέρος του βιλαετιού του Μοναστηρίου υπό τον έλεγχο της. Οι κάτοικοι των πόλεων δε συμμετείχαν, η κυβέρνηση της Σόφιας δεν ήταν προετοιμασμένη να αναμιχτεί, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν ήθελαν να επέμβουν και το κίνημα καταπνίγηκε στο αίμα. ∆υσαρεστημένοι με τη συμπεριφορά της κυβέρνησης, πολλοί Μακεδόνες ακτιβιστές αποδεσμεύτηκαν από την υποχρέωσή τους απέναντι στη Βουλγαρία, υποστηρίζοντας μία ελεύθερη Μακεδονία, που δεν θα εμπλεκόταν στους κρατικούς ανταγωνισμούς και θα αποτελούσε την αρχή για μια βαλκανική ομοσπονδία. Αυτή ήταν η θέση της αριστερής πτέρυγας της ΕΜΕΟ25, που χειραφετήθηκε από τη βουλγαρική αλυτρωτική προπαγάνδα και προέταξε το αίτημα της ύπαρξης ενός ξεχωριστού λαού που δεν ήταν ούτε βουλγαρικός, ούτε σερβικός, ούτε ελληνικός. Από την άλλη, η εξέλιξη της δεξιάς πτέρυγας της οργάνωσης αυτής στο μεσοπόλεμο, που μετατράπηκε σε μια αμιγώς εθνικιστική οργάνωση, δείχνει ότι ασχέτως από τα ελατήρια (στην προκειμένη περίπτωση κοινωνικά) από τα οποία εκκινά μια εθνικοαπελευθερωτική οργάνωση, η κατάληξή είναι η ίδια.

Ο αγώνας της ΕΜΕΟ αποτελεί το εναρκτήριο λάκτισμα του μακεδονικού εθνικισμού. Ο μακεδονικός εθνικισμός εκπλήρωσε τους πόθους του για κρατική υπόσταση, μερικά το 1944, στα πλαίσια της ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας, και οριστικά το 1991 με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Από το 1944 αλλά κυρίως μετά το 1991, ο μακεδονικός εθνικισμός, όπως κάθε εθνικισμός, κατασκευάζει τη δική του εθνική αφήγηση. Μια αφήγηση γεμάτη από αναχρονισμούς, αποσιωπήσεις, αποσπάσεις από τα ιστορικά γεγονότα, και φυσικά μύθους που δομούν την εθνική ταυτότητα26. Η συζήτηση γύρω από τη χρήση του ονόματος Μακεδονία αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της χειραγώγησης των ιστορικών γεγονότων για την εξυπηρέτηση των εθνικιστικών αντιλήψεων.

 


 

20 Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο H.N. Brailsford, που επισκέφθηκε τη Μακεδονία στις αρχές του 20ου αιώνα, οι αιώνες στη Μακεδονία, δε διαδέχονταν ο ένας τον άλλο, αλλά «συμβίωναν». Επιστροφή

21 Οι λιμενεργάτες της Οθωμανικής Σελανίκ (θεσσαλονίκης) μιλούσαν κατά κανόνα έξι-εφτά γλώσσες (Mazower, 2004). Η Θεσσαλονίκη, αυτή η κοσμοπολίτικη πόλη, ήταν σύμφωνα με τις δεσποινίδες Muir και Irby Mackenzie το 1863 το «περίεργο παράδειγμα μίας πόλης ιστορικά ελληνικής, πολιτικά τουρκικής, γεωγραφικά βουλγαρικής και εθνικά εβραϊκής» (Pavlowitch, 2000). Επιστροφή

22 Οι οθωμανικές αρχές υπολόγισαν ότι το 1907 δρούσαν 228 τέτοιες συμμορίες: 110 βουλγαρικές, 80 ελληνικές, 30 σερβικές και, επιπλέον, οκτώ βλάχικες (Pavlovitch, 2000). Επιστροφή

23 Μέχρι και η ρουμανική κυβέρνηση ενδιαφέρθηκε, ανακαλύπτοντας την ύπαρξη ενός ομοεθνούς πληθυσμού, που κατοικούσε στα ορεινά περάσματα της περιοχής, τους Βλάχους. Επιστροφή

24 Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι Έλληνες αστοί επηρέασαν καταλυτικά το περιεχόμενο της Μεγάλης Ιδέας με την ιδέα της δημιουργίας ενός ισχυρού ελληνικού κράτους γύρω από το Αιγαίο και όχι μιας ακόμα βυζαντινής αυτοκρατορίας. Επιστροφή

25 Το 1893 ακτιβιστές αυτονομιστές ίδρυσαν στη Θεσσαλονίκη την Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση που προπαγάνδιζε την αυτονομία μίας ενιαίας «Μακεδονίας για τους Μακεδόνες», αλλά ταυτόχρονα είχε δεσμούς με τη Σόφια. Όταν τον επόμενο χρόνο Μακεδόνες εμιγκρέδες στη Βουλγαρία ίδρυσαν την Ανώτατη Επιτροπή, διαφωνώντας με τη στάση που είχε υιοθετήσει η οργάνωση που έδρευε στη Θεσσαλονίκη, η οργάνωση προέταξε τον όρο «Εσωτερική» στο όνομα της, κι έγινε έτσι ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση). Επιστροφή

26 Όπως ακριβώς συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας της Σερβίας και της Βουλγαρίας. Επιστροφή

 

Επιστροφή στις ενότητες

Κορυφή της σελίδας

 

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://ajde.espivblogs.net/2012/10/07/1-3-the-macedonian-question/?lang=el