1.2 Ο εθνικισμός και το έθνος-κράτος

Τα «έθνη» και οι εθνικές ταυτότητες δεν είναι κάποιες αυθύπαρκτες ή αιώνιες οντότητες. Αντίθετα, αποτελούν φαινόμενα τα οποία εμφανίστηκαν μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια, εξελίσσονται ιστορικά, και υπόκεινται, στο πέρασμα του χρόνου, σε διαδικασίες εξέλιξης και ασυνέχειας καθώς και σε αλλεπάλληλα επεισόδια δόμησης, αποδόμησης και αναδόμησης. Οι εθνικισμοί συχνά χρησιμοποίησαν χαρακτηριστικά όπως τη γλώσσα και σύμβολα, στα οποία πρόσθεσαν νέα νοήματα συνδυασμένα με καινούρια στοιχεία και τα οποία τα ενέταξαν σε νέα διανοητικά και ιδεολογικά πλαίσια. Από αυτή την άποψη τα «έθνη» αποτελούν, «φαντασιακές κοινότητες»13.

Στόχος μας δεν είναι να προσδιορίσουμε αν το κράτος παράγει το έθνος ή το αντίστροφο. Για εμάς το «έθνος» δε μπορεί να προσδιοριστεί με κάποια a priori αντικειμενικά χαρακτηριστικά, αλλά μόνο να αναγνωριστεί a posteriori. Από το 18ο αιώνα και μετά, το κράτος και το έθνος αποτελούν τόσο αλληλένδετες έννοιες, ώστε η τύχη του ενός καθορίζεται από την επιτυχία του άλλου και το αντίστροφο. Η κρατική ολοκλήρωση και η ενσωμάτωση σ’ ένα κράτος όλων των «ομοεθνών» πληθυσμών αποτελεί για το έθνος τον απώτερο σκοπό, ενώ για το κράτος, η εθνικιστική ιδεολογία αποτελεί το κυριότερο μέσο για την εδαφική, οικονομική, πολιτική και πολιτισμική ενοποίηση ενός πληθυσμού.

Φυσικά, τα παραπάνω δε λαμβάνουν χώρα σε «συνθήκες εργαστηρίου», αλλά στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Το έθνος απαλύνει και συγκαλύπτει τις ταξικές αντιπαραθέσεις και συμβάλλει στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Πρόκειται για τη λειτουργία διατήρησης των δομών εξουσίας σε μια ταξικά δομημένη κοινωνία. Το «εθνικό συμφέρον» προβάλλεται ως ένα αδιευκρίνιστα κοινό συμφέρον, ισχυρότερο από το διεθνιστικό και το ταξικό. Παράλληλα, το έθνος-κράτος ρυθμίζει διάφορες επιμέρους ανάγκες της αγοράς, από τη θεσμοθέτηση μιας ενιαίας μονάδας μέτρησης του βάρους, μέχρι τους κανόνες και τις διατάξεις του εμπορικού δικαίου.

Ο εθνικισμός δεν είναι ένα συμπαγές και μοναδικό φαινόμενο με συγκεκριμένη δομή και χαρακτηριστικά. Υπάρχουν πολλοί εθνικισμοί, όμως όλοι συγκλίνουν στην εξής επιδίωξη: στην ομογενοποίηση ενός εδαφικά ή μη προσδιορισμένου πληθυσμού, με ταυτόχρονη συγκάλυψη τοπικών, ταξικών, θρησκευτικών και άλλων πολιτισμικών διαφορών, και παράλληλα στην διαφοροποίηση αυτού του πληθυσμού από έναν άλλο πληθυσμό που οριοθετείται έξω απ’ αυτόν, και είτε βρίσκεται εντός, είτε εκτός των εδαφικών συνόρων. Για τον εθνικισμό, το έθνος αποτελεί το στοιχείο που εξασφαλίζει τη συνοχή της κοινωνίας στο εσωτερικό της, και ταυτόχρονα τονίζει όλα εκείνα τα στοιχεία που ξεχωρίζουν τα έθνη, που τα οριοθετούν και που νομιμοποιούν την απαίτηση για απεριόριστη επίτευξη των εθνικών συμφερόντων. Έτσι, ο εθνικισμός παράγει μια αντίφαση, που θεμελιώνεται στην ανάγκη για ενότητα στο εσωτερικό η οποία όμως για να υπάρχει προϋποθέτει την ανωτερότητα έναντι του εξωτερικού.

Ο εθνικισμός και το υποτιθέμενο «εθνικό συμφέρον» παράγουν μια ταυτότητα που υπερβαίνει τις τοπικές, ταξικές ή πολιτισμικές ταυτότητες. Η ταυτότητα αυτή βρίσκεται πάντα σε αντιπαράθεση με κάτι «άλλο». Η σχέση μεταξύ του «άλλου» με το «εμείς» αποτελεί το όχημα που μεταφέρει την έννοια του έθνους από τη σφαίρα του φαντασιακού στη σφαίρα του πραγματικού. Αυτό που συνδέει τους Έλληνες για παράδειγμα δεν είναι μια φανταστική οικογένεια (η οικογένεια των Ελλήνων με τα προαιώνια χαρακτηριστικά της), αλλά η πραγματική ύπαρξη Τούρκων, Βουλγάρων, «Σκοπιανών» και Αλβανών. Είμαστε «εμείς» γιατί απλά δεν είμαστε οι «άλλοι». Το παράδοξο του εθνικισμού είναι ότι σχηματίζοντας το έθνος, δημιουργείται αυτόματα ο αντίρροπος εθνικισμός, είτε εκείνων που βρίσκονται έξω από την εδαφική επικράτεια και βλέπουν έναν δυνητικό αντίπαλο, είτε εκείνων που βρίσκονται μέσα και εξαναγκάζονται να διαλέξουν ανάμεσα στην αφομοίωση και την κατωτερότητα. ∆ημιουργεί δηλαδή, τους «άλλους».

Το «έθνος», έτσι όπως το γνωρίζουμε σήμερα, έχει ημερομηνία γέννησης. Εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της αμερικανικής και γαλλικής επανάστασης και αποτελεί το μέσο για τη νομιμοποίηση της εξουσίας της ανερχόμενης τότε αστικής τάξης. Βέβαια, τα κινήματα λαϊκής εξέγερσης ενάντια στη ξένη κυριαρχία την περίοδο από τη γαλλική επανάσταση ως το 1848 δεν πρέπει να συγχέονται με τα σύγχρονα εθνικιστικά κινήματα. Ο πρώτος λαός που εξεγέρθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα στα βαλκάνια, όπως είδαμε, δεν αγωνίστηκε κατά της τουρκικής κυριαρχίας αλλά υπέρ του σουλτάνου και κατά των καταχρήσεων των τοπικών ηγεμόνων. Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, ο αγώνας των ποιμενικών πληθυσμών, των αγροτών και των ληστών ενάντια σε οποιαδήποτε κυριαρχία, συγκεράστηκε με τις ιδέες του αστικού εθνικισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Έτσι, ο πρώτος σύγχρονος εθνικισμός που αναπτύσσεται στα βαλκάνια είναι ο ελληνικός. Αυτό είναι λογικό καθώς ο σύγχρονος εθνικισμός φτάνει στα βαλκάνια από τη διασπορά και την Ευρώπη, όπου υπάρχουν ήδη ελληνικές παροικίες. Φορείς των νέων ιδεών είναι κυρίως οι διανοούμενοι και οι έμποροι των παροικιών στη δυτική Ευρώπη και στη Ρωσία. Αυτό από ονομάζουμε εθνικισμό δεν αφορά την ευρύτερη μάζα του πληθυσμού14, αλλά μόνο τους μορφωμένους πολίτες στο βαλκανικό χώρο15. Αλλά είχε και το παράδοξο αποτέλεσμα να περιορίσει τον ελληνισμό στην Ελλάδα και να δημιουργήσει ή να εντείνει τον εθνικισμό των άλλων βαλκανικών λαών. Όσο το να είναι κανείς Έλληνας αποτελούσε ένα σχεδόν απαραίτητο επαγγελματικό προσόν του εγγράμματου ορθόδοξου χριστιανού των Βαλκανίων, ο εξελληνισμός σημείωνε προόδους. Από τη στιγμή που ο εξελληνισμός σήμαινε πολιτική υποστήριξη της Ελλάδας, άρχισε να υποχωρεί ακόμη και ανάμεσα στις αφομοιωμένες βαλκανικές εγγράμματες τάξεις. Μ’ αυτήν την έννοια η ελληνική ανεξαρτησία αποτέλεσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εξέλιξη του εθνικισμού των άλλων βαλκανικών λαών.

Η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού έρχεται ιστορικά να επιβεβαιώσει το παραπάνω σχήμα. Η περίοδος της βουλγαρικής αναγέννησης ξεκινάει, όχι τυχαία, τη δεκαετία του 1830. Η εθνικιστική αντίδραση ήταν η απάντηση στην προσπάθεια εξελληνισμού του πληθυσμού που επιχειρήθηκε από τον ορθόδοξο κλήρο. Οι τσορμπατζήδες (τοπικοί άρχοντες) εξελλήνισαν τα ονόματά τους και κρατούσαν φιλελληνική στάση. Οι Έλληνες και οι εξελληνισμένες τοπικές ελίτ έλεγχαν το μεγαλύτερο κομμάτι της οικονομικής ζωής, διατηρώντας έναν ελληνικό οικονομικό και πολιτιστικό «ιμπεριαλισμό». Ο ελληνικός κλήρος συμπλήρωνε την οικονομική και πολιτιστική εκμετάλλευση, μονοπωλώντας τα ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα και θεσμοθετώντας μια σειρά φόρους για δικό του όφελος.

Φυσικά αυτοί που δραστηριοποιήθηκαν την περίοδο της βουλγαρικής αναγέννησης και είχαν μεγαλύτερο συμφέρον για το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας προέρχονταν από τα στρώματα των εμπόρων και χειροτεχνών, κυρίως εκείνων που είχαν εγκατασταθεί στο εξωτερικό, όπως συνέβη στη Σερβία και στην Ελλάδα. Η βουλγαρική χειραφέτηση είναι έργο των πόλεων και όχι του χωριού. Εκεί εμφανίστηκαν οι νέες ελίτ (που προέρχονται από τις συντεχνίες16) και έπαιξαν το χαρτί του εθνικισμού τις επόμενες δεκαετίες. Η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης στον υπόλοιπο πληθυσμό στη συνέχεια αποτέλεσε καθήκον του κράτους.

Το νέο βαλκανικό κράτος που αναδύθηκε τον 19ο αιώνα ήταν αυτό που διαμόρφωσε την εθνική ταυτότητα. Αυτή η ταυτότητα ήταν σε κάθε περίπτωση μια πολιτική κατασκευή, μια στρατηγική με συγκεκριμένους στόχους, στηριγμένη σε κοινές μνήμες αλλά και συλλογική λήθη. Καθώς τα εθνικά κράτη των Βαλκανίων εμφανίστηκαν πολύ πρόσφατα, τόσο οι ιστορικοί όσο και οι πολιτικοί προσπάθησαν να ενισχύσουν τη νομιμότητά τους συνδέοντάς τα με άλλα παλαιότερα κράτη του μεσαίωνα ή της αρχαιότητας. Ο ρομαντικός ιστορικισμός αποτέλεσε τον πυρήνα γύρω από τον οποίο οργανώθηκε όλο το πολιτικό σχέδιο των βαλκανικών χωρών. Περιεχόμενο του ήταν η αναγέννηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (για την Ελλάδα), της αυτοκρατορίας του Συμεών (για τη Βουλγαρία), της αυτοκρατορίας του Ντούσαν (για τη Σερβία). Η ύπαρξη βαλκανικών μεσαιωνικών αυτοκρατοριών πρόσφερε ιστορικές ρίζες στα νέα κράτη και έδωσε επιχειρήματα στον εθνικισμό. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίστηκε το επιχείρημα της «προτεραιότητας» (δηλαδή «εμείς ήμασταν οι πρώτοι που…») στον ιδεολογικό ανταγωνισμό. Αφού οι Έλληνες, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι είχαν δημιουργήσει τα έθνη-κράτη τους, ήταν πλέον η κατάλληλη ώρα για τα αντίστοιχα κράτη να εδραιώσουν τα έθνη τους. Τα μέσα που χρησιμοποίησαν προς αυτήν την κατεύθυνση ήταν η γλώσσα, η δημόσια εκπαίδευση, η επαγγελματική απασχόληση στον κρατικό μηχανισμό, η τέχνη, οι εθνικοί εορτασμοί και οι επέτειοι, η στρατιωτική θητεία, οι εθνικές εκκλησίες. Το πνεύμα του εθνικισμού ήταν κυρίαρχο σε κάθε γεγονός και σε κάθε διαδικασία.

Η στιγμή που γράφονται για πρώτη φορά στην εθνική γλώσσα τα σχολικά εγχειρίδια ή οι εφημερίδες, ή που χρησιμοποιείται η γλώσσα για κάποιο επίσημο λόγο, αποτελεί αποφασιστικό βήμα στη διαδικασία της οικοδόμησης του έθνους. Μετά τη δεκαετία του 1830 αυτό έγινε στο μεγαλύτερο τμήμα της Ευρώπης και στα Βαλκάνια, καθώς το ποσοστό των μορφωμένων στις μικρές ελίτ και στην αστική τάξη αυξανόταν. Τα πιο παραδοσιακά και φτωχά στρώματα του λαού όμως, που αποτελούσαν και τη συντριπτική πλειοψηφία, ήταν τα τελευταία που ενστερνίστηκαν την εθνικιστική ιδεολογία. Για να γίνει αυτό έπρεπε να καθιερωθεί η εθνική γλώσσα ως γλώσσα συνδιαλλαγής και να διδαχθεί στους κατοίκους μέσω της υποχρεωτικής εκπαίδευσης. Ακόμα όμως και αυτός ο γλωσσικός εθνικισμός ήταν δημιούργημα ανθρώπων που έγραφαν και διάβαζαν και όχι ανθρώπων που μιλούσαν. Και οι εθνικές γλώσσες, στις οποίες εντόπιζαν τον ουσιοκρατικό χαρακτήρα των εθνών τους, ήταν κατασκευές: έπρεπε να αποθησαυριστούν, να τυποποιηθούν, να ομογενοποιηθούν για τις σύγχρονες και λόγιες ανάγκες, μέσα από ένα συνονθύλευμα τοπικών ή περιφερειακών διαλέκτων που αποτελούσαν μη λόγιες, προφορικές γλώσσες17. Επιπλέον, οι ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης απαιτούσαν εκπαιδευμένους και ικανούς εργάτες, που μόνο ένα σύστημα κρατικής εκπαίδευσης μπορούσε να παρέχει. Μαζί με τα δικαστήρια και τη γραφειοκρατία, η εκπαίδευση έγινε ένας από τους μοχλούς που ανέδειξαν τη γλώσσα σε πρωταρχική συνθήκη εθνικότητας. Επίσης, η κοινωνική ανέλιξη από μια τάξη σε μιαν άλλη συνήθως προϋπόθετε τουλάχιστον την αλλαγή της γλώσσας.

Το ζήτημα της εθνικής γλώσσας συνδέεται, αλλά όχι κατ’ ανάγκη, με το ζήτημα της εδαφικής επικράτειας και των πολιτικών θεσμών. Και την περίοδο αυτή οι πληθυσμοί ήταν ακόμα συνδεδεμένοι με τη γη, η οποία αναφέρεται ως «πατρική γη». Ο εθνικισμός και το κράτος οικειοποιήθηκαν τους συνειρμούς των συγγενικών σχέσεων, των γειτόνων και της πατρικής γης και τους χρησιμοποίησαν σε επικράτειες και πληθυσμούς τέτοιων μεγεθών και τέτοιας κλίμακας, που οι λέξεις απέκτησαν από πραγματική, μεταφορική έννοια. Καθώς οι πραγματικές τους κοινότητες (π.χ. ζάντρουγκα) άρχισαν να φθίνουν, οι άνθρωποι της εποχής ένιωσαν την ανάγκη να τις αντικαταστήσουν με κάτι άλλο και η φαντασιακή κοινότητα του έθνους μπορούσε να αναπληρώσει αυτό το κενό. Παράλληλα, από τα μέσα του 19ου αιώνα και έπειτα, οι αρχές δεν μπορούσαν πλέον να στηρίζονται στην αυθόρμητη υποταγή των κοινωνικών τάξεων στους κοινωνικά ανώτερους κατά τον παραδοσιακό τρόπο, όπως γινόταν κατά την περίοδο της οθωμανικής διοίκησης, ούτε στην εκκλησία ως αποτελεσματική εγγύηση κοινωνικής υπακοής. Το έθνος ήταν η νέα θρησκεία των πολιτών18. ∆εν είναι τυχαίο ότι το 1844 διατυπώθηκε στην Ελλάδα η «Μεγάλη Ιδέα» από τον Ιωάννη Κωλέττη και στη Σερβία το «Πρόγραμμα» από τον Ίλιγια Γκαράσανιν. Ο μεγαλοϊδεατισμός αποτέλεσε και στις δυο χώρες τον άξονα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής για τα επόμενα εβδομήντα χρόνια.

Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, στυλοβάτες του εθνικισμού ήταν η μεσαία και η κατώτερη μεσαία τάξη, με εκπροσώπους τους διανοούμενους. Για τους διανοούμενους, ο εθνικισμός ασκούσε μια ευρύτερη και λιγότερο εργαλειακή έλξη. Τους πρόσφερε μια συλλογική ταυτότητα, τους μετέτρεπε σε αληθινούς υπερασπιστές του έθνους. Ο πατριωτισμός λειτούργησε ως αντιστάθμισμα της κοινωνικής κατωτερότητας. Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά, η προελαύνουσα νεωτερικότητα του καπιταλισμού, ο εξαστισμός, οι ανάγκες της αγοράς και η βιομηχανική οργάνωση της παραγωγής ήρθαν σε ρήξη με την παλιά οργάνωση της κοινωνικής ζωής και οικονομίας. Ο εθνικισμός των μεσαίων στρωμάτων συνάντησε την καχυποψία των κατώτερων τάξεων για το «άλλο», για το «ξένο», που συμβόλιζε ο νέος τρόπος οργάνωσης της ζωής των ανθρώπων. Σταδιακά, οι ξενοφοβικές τάσεις επεκτάθηκαν από τα μεσαία στρώματα και στους αγρότες καθώς ο ξένος άρχιζε να ταυτίζεται με τη διάλυση του παλαιού τρόπου ζωής και τη νέα καπιταλιστική πραγματικότητα. Έτσι, ο εθνικισμός διαπέρασε το σύνολο της κοινωνίας και αποτέλεσε το ενοποιητικό στοιχείο ενός κατά τ’ άλλα ταξικά διαιρεμένου πληθυσμού.

Δημιουργώντας ένα έθνος, ένα σύμβολο, μια νομική οντότητα με το όνομα Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία, οι αντίστοιχες ελίτ μπόρεσαν να οικειοποιηθούν γη, κέρδη και πολιτική δύναμη, με ομόθυμη κοινωνική υποστήριξη19. Η συνταγή είναι ούτως ή άλλως γνωστή: οι πολιτικοί της ανώτερης τάξης κινητοποιούν τις κατώτερες τάξεις για να προασπίσουν ή να επεκτείνουν τα συμφέροντά τους. Ο μακεδονικός αγώνας δεν ήταν παρά το αποκορύφωμα του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού αυτών των τάξεων, ο οποίος έντεχνα καλύφθηκε κάτω από το μανδύα της εθνικής απελευθέρωσης και της εθνικής αυτοδιάθεσης.

 


 

13 Βλέπε: B. Anderson: “Imagined Communities: Reflections on the origin and spread of nationalism”, 1983. Επιστροφή

14 Για τις μάζες το μόνο κριτήριο διαφοροποίησης ήταν η θρησκεία. Επίσης, το μεγαλύτερο μέρος του αγροτικού πληθυσμού άρχισε ν’ αυτοπροσδιορίζεται με εθνικούς όρους μόλις κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, υπό την επίδραση της υποχρεωτικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και της στρατιωτικής θητείας καθώς και των νεότερων μέσων επικοινωνίας. Επιστροφή

15 Αυτοί δεν ξεπερνούσαν το 2 τοις εκατό του πληθυσμού, και από αυτό το 2 τοις εκατό μια σημαντική μερίδα αντιδρούσε εχθρικά στις «ασεβείς» ιδέες της ∆ύσης, προτιμώντας να παραμείνει μέσα στα πλαίσια των παραδοσιακών ιδεολογικών δομών του Βυζαντίου (Daikin, 1973). Σε κάθε περίπτωση η εθνική χειραφέτηση των βαλκάνιων πήρε τη μορφή σύγκρουσης ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και στην παράδοση, ανάμεσα στον ευρωπαϊκό και στο βυζαντινό-οθωμανικό τοπικό πολιτισμό. Επιστροφή

16 Τα πρώτα στοιχεία καπιταλιστικής λογικής, εμφανίζονται στο εσωτερικό αυτών των συντεχνιών. Επιστροφή

17 ∆εν είναι τυχαίο ότι μόλις στα τέλη του 19ου αιώνα εμφανίζεται η γλώσσα ως «αποδεικτικό» της εθνικής ταυτότητας. Επιστροφή

18 Γενικά, οι παλιές αυτοκρατορίες, στήριζαν τη νομιμοποίησή τους στη δυναστική νομιμοφροσύνη και όχι στην «εθνική» ταυτότητα, ενώ τώρα στα αστικά κράτη η «κυριαρχία» συνδέθηκε με την αόριστη έννοια του «λαού», ο οποίος αναγνωρίζεται μέσω του έθνους. Επιστροφή

19 Το ίδιο σχήμα μπορεί να υιοθετηθεί και στην περίπτωση της ∆ημοκρατίας της Μακεδονίας. Επιστροφή

 

Επιστροφή στις ενότητες

Κορυφή της σελίδας

 

Μόνιμος σύνδεσμος σε αυτό το άρθρο: https://ajde.espivblogs.net/2012/10/07/1-2-nationalism-and-the-nation-state/?lang=el